Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Αρχάγγελος Μιχαήλ και Αχμέτ Νταβούτογλου

Στις  2  Δεκεμβρίου  εγκαινιάσθηκε  στο  κτίριο  του  Συλλόγου Ιμβρίων της  Αθήνας  μια  έκθεση   φωτογραφιών μεγάλου  μεγέθους και  λοιπών  εντύπων  καθώς και  μαγνητοσκοπημένου υλικού ( ντοκυμαντέρ )  από  την  ανακαινισμένη  εκκλησία  του  Αρχαγγέλου  Μιχαήλ  της  Σύλλης. Την  αποστολή  του  υλικού  αυτού  συνόδευε    δεκαμελής  αντιπροσωπεία  φοιτητών  από  το  Πανεπιστήμιο  Ικονίου,  την  οποία  είχε  επιλέξει  ο  καθηγητής -  βυζαντινολόγος  κ.   Ilker  Mete Mimiroglu, επικεφαλής  της  ομάδας  που  επέβλεπε  τις  εργασίες  αποκατάστασης  του  ναού.  Την  έκθεση  εγκαινίασε  ο  πρεσβευτής  της  Τουρκίας  στην  Ελλάδα,  ο  οποίος  απηύθυνε  θερμό  χαιρετισμό,  επεξηγώντας  τους  λόγους  που  ώθησαν  τις  τουρκικές  αρχές  να  αναβαθμίσουν  εντυπωσιακά  τη  Σύλλη,  αναδεικνύοντας  την  σε  σημαντικό  τουριστικό  πόλο  και να  αποκαταστήσουν  τον  ιστορικό    βυζαντινό  ναό  της  (τον  οποίον  εσφαλμένα  θεωρούν   αφιερωμένο  στην  Αγία  Ελένη) . 




           Ο  πρόεδρος  της  Ένωσης  Συλλαίων  κ.  Τάκης  Σαλκιτζόγλου  απάντησε  με  σύντομη  αλλά  εμπεριστατωμένη  ομιλία  του,  ευχαρίστησε  τις  τουρκικές  αρχές  για  τη  σημασία  που  απέδωσαν  στον  εξαιρετικού  ενδιαφέροντος    ναό   των  ελληνορθοδόξων  της  Σύλλης  και τόνισε  την  ιδιαιτερότητα  του  ελληνόφωνου  πληθυσμού  της. Ακολούθησε  παράθεση  πλουσίου σε  εδέσματα   μπουφέ  και  δημιουργήθηκε  ατμόσφαιρα  φιλική  και  ζεστή  μεταξύ  των  Συλλαίων  της  Αθήνας,  των   Τούρκων  φοιτητών,  των  διπλωματών  της  τουρκικής  πρεσβείας  και  των  Ιμβρίων  που  παρεχώρησαν  ευγενώς  την  αίθουσα   του  κτιρίου  τους. Την  όλη  εκδήλωση  εστόλιζαν  φοιτήτριες  από  το  Ικόνιο  ντυμένες  με  τοπικές  παραδοσιακές  στολές,  αλλά  κυριάρχησε  σε  εντυπώσεις  η  εμφάνιση  της  διδας  ΄Αννας  Σαράβα,  Συλλαίας  τρίτης  γενιάς,   που  φορούσε  μια  αυθεντική  πολυτελή  παραδοσιακή  νυφιάτικη  φορεσιά  του  19ου  αιώνα (ετέκτσε).





          Υπάρχει  όμως  και  πιο  ενδιαφέρουσα  συνέχεια.  Ο  Τούρκος  Υπουργός  Εξωτερικών  κ.  Νταβούτογλου  που  ήρθε  στην   Αθήνα  στις  13/12   ζήτησε  να  επισκεφθεί  και  αυτός  την  έκθεση. Το  ενδιαφέρον  του  είναι  δικαιολογημένο,  γιατί  γεννήθηκε  στην Τάσκεντ, μία  μικρή   πόλη στο νότιο άκρο της επαρχίας Ικονίου,  το  οποίο  και θεωρεί  πατρίδα  του. Τον  υποδέχθηκε  ο  Πρόεδρος  του  Συλλόγου  Ιμβρίων,  ο  οποίος  του  απηύθυνε  σύντομη  ομιλία,  στην  οποία  απάντησε δια μακρών ο κ. Νταβούτογλου.  Η  Ένωση  Συλλαίων  του  προσέφερε  συμβολικό  αναμνηστικό  δώρο  και  ο  πρόεδρος  της  Ενωσης  Συλλαίων  είχε  ολιγόλεπτη  συνομιλία  μαζί  του  σε  θερμό  και  φιλικό  τόνο. 
  



[A 12/2/13 inauguration of an exhibit devoted to the restoration, by Konya Municipality and University, of the Archangelos Michael church in Sille was followed by a 12/13/13 visit by Turkish Foreign Minister Ahmet Davutoglu. Both events took place at the Imvros Union of Athens, and were attended by the president of the Sillean Union Takis Salkitzoglou and other Silleans. In the photos you see the entrance to the restored church (with an epigram in Turkish language but in Greek script), two Konya University students, members of a group selected by byzantinist Ilker Mete Mimiroglu, with Anna Sarava in the middle (all three in traditional dress), and Ahmet Davutoglu (who comes from Taskent, a small town south of Konya) delivering his speech.]  

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Μια Σμυρνιά στο Ικόνιο (1922)

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ένα μικρό κορίτσι από τις Φώκιες της Σμύρνης, η Αγγελική Ματθαίου, επιζεί της Κεμαλικής Πορείας Θανάτου και φτάνει στην περιοχή του Ικονίου. Ολόκληρη η διήγηση της (Σμύρνη, ενδοχώρα, Ελλάδα) εδώ , παρακάτω μόνο το τμήμα που αφορά τα μέρη μας:

Από κεί πάλη πήραμε τον δρόμο. Μας ήπανε πάμε για τη Κόννια.

Βαδίζαμε πολές μέρες χωρίς νερό χωρίς ψωμί.

Καπια μέρα φθάσαμε. Μας βάλανε σε ένα χάνη ως συνήθως.

Ξέχασα να γράψω. Δεν μας πήγανε στην Κόννια. Σε χωριό του ηκοννίου.
Εκεί ήρθανε η τούρκοι και βιάζανε της γυναίκες μροστά στους άνδρες
τους τα παιδια τους. Σηκοθήκανε δύο άνδρες να τους σπρόξουνε αλλά τους
πήρανε και δεν ξέρουμε τη έγιναν.

Εκεί σε αυτό το χωριό καθήσαμε πάλη σε έναν σταύλο με πάπλωμα την
κοπριά. Η μανούλα μου με είχε στην αγκαλιά της και κοιμόμουνα.

Ηλθε κοντά ένας τούρκος και με τραβά από το χέρι και μου έλεγε να
σηκωθώ αλλά με καλό τρόπο. Εγώ δεν σηκονόμουν. Από τα τόσα που έβλεπα
έσφηγκα πιο πολύ την μανούλα μου και έκλεγα. Στο τέλος ήλθε κοντά μας
ο άνθρωπος που ήξερε τούρκικα και του ήπε ο τούρκος ότι θέλη να με
κάνει παιδί του.

Εκείνη την ώρα καταλαβένετε τη εγεινε. Με έσφηξε στην αγκαλιά της και
θυμάμαι το λόγο που μου είπε. Πήγεναι παιδάκι μου. Εγώ θα πεθάνω και
που θα μήνης. Δεν έχουμε πιά κανένανε και όταν τελιωσει ο πόλεμος να
έλθεις στην Σμύρνη.

Ο τούρκος έφυγε και σε λίγο ήλθε με ένα άλογο και έδωσε στην Μανούλα
μου ψωμί και σουτσούκια. Αυτόν τον χωρισμό δεν θα τον ξεχάσω.

Με καθήζη εμένα στα καπούλια του αλόγου. Καβάλισε και αυτός. Με έκανε
νόημα να τον κρατώ. Το χωριό ήτανε μακριά. Στον δρόμο κατέβηκε να
κάνει το νερό του. Εγώ έκλεγα και έλεγα τώρα θα με σκοτόση. Αυτός
έβλεπαι ότη φοβόμουνα και με χαϊδεβε. Αλλά στα καπούλια του αλόγου ήχε
βάλη ένα χαλάκι και αυτό με πλήγωνε και γώ άρχησα να κλέγο. Αυτός το
κατάλαβε που πονούσα και κατέβηκε και κατέβασε και μένα και ήδε τα
αίματα. Βγάζη ένα μαντήλη και τα σκούπησε και έβαλε το μαντήλι στο
χαλάκη και φήγαμε.

Φθάσαμε στο χωριό βραδυ. Εξω από το χωριό ήτανε το σπίτι. Κατέβηκε
αυτός κατέβασε και μένα. Εδεσε το άλογο στης πόρτας τον χαλκά κτυπάη
την πόρτα. Της μίλησε τούρκικα. Ανήγει λίγο την πόρτα και βγένη μιά
γριά κουκουλομένη με μαύρο μαντήλη. Της είπε κάτη λόγια και με φίλησε
και έφυγε.

Οταν μπήκα μέσα βγήκε από ένα δωμάτιο μία κοπέλα και μολης με είδε
έπιασε την μήτη της ότι βρωμάω. Αμέσως άναψε η γριά φωτιά και ζέστανε
νερό να με πλήνουνε. Πολεμούσε η γριά να λύση τα μαλλιά μου. Είχανε
τόσα αγκάθια και ψήρες που η γρηά όλο μιλούσε. Εγώ δεν ήξερα τη έλεγε
για να σας το γράψω.

Ο τούρκος ο μπαμπάς ερχότανε κάθε εβδομάδα και μου έφερνε ζαχαρωτά. Με
κάθηζε στα γόνατα του αλλά αυτή δεν παρουσιαζότανε. Μόνο με την γριά
μηλούσε. Με έλουζε κάθε μέρα η γριά. Οταν τελείωνα πήγενα σε ένα
κηπαράκη που είχε ήλιο για να ζεσταθώ. Εκεί εύλεπα τα πουλάκια και
έκλεγα και τους έλεγα πουλάκια μου που είνε η μανούλα μου. Γιατί με
έφεραν εδώ;

Ημουν πολύ άρωστη και με βάζανε με το ζόρη να τρώω. Το φαή τους ήτανε
όλο πράσα. Μόλις έτρογα δύο μπουκές αμέσως έτρεχα να κάνω αιμετό.
Ετρεχε η κόρη και με κτηπούσε με ένα σχηνεί. Η γριά τη μάλονε. Εφεβγα
ή πλάγιαζα σε μιά γούνα. Εκήνει η γούνα ήτανε το στρόμα μου και το
πάπλωμα μου.

Μιά μέρα μου έδωσε ένα λαηνή και με έδηξε το πηγάδη να φέρω νερά. Πήγα
στο πηγάδι και βλέπω έναν κουβά. Πώς να ρίξω τον κουβά να πάρω νερό;
Εγώ δεν ήχα πνοή επάνω μου. Εβλεπα γύρο γύρο ήσως έλθει κανής να μου
γεμώση το λαηνάκη.

Το πέρνω το λαηνάκη και πάω στο σπίτι. Ερχεται αυτή βλέπη το λαηνάκη
άδιο το αρπάη με πολύ θυμό και το κοπανάη μπροστά στα πόδια μου και
μετά πέρνη το σχηνή και με κοπανούσε σαν αφηνιασμένη και με εύρηζε
κιαβούρ. Αυτή με έστηλε στο πηγάδη για να πνηγώ. Δεν με ήθελε. Αυτή
ήτανε μεγάλη γυναίκα.Ή χήρα ή γεροντοκόρη και ζούσε με την μάνα της.

Η γριά με έφερνε σύκα ξερά. Τα ήχανε μέσα στο λάδι και τα τρώγανε μα
εγώ δεν μπορούσα να τα φάγω. Τα άφηνα εκεί. Εγώ ήθελα λίγη σούπα ζεστή
λίγο γάλα. Αυτά ήχα στο μυαλό μου.

Τώρα θα πάω σε άλλη περιπέτεια. Μιά μέρα εκεί που ήμουνα στη γούνα
βλέπω την χανούμ και έβαφε το πρόσωπο της με μπογιές κόκκινες. Εβαζε
ελιές μαύρες και μετά έστροσε δύο προβγιές από καμήλα. Την μία από την
μιά και την άλη από την άλη μεριά της πόρτας και στάθηκε στην μιά
προβιά κουκουλομένη με ένα μεγάλο τούλη κόκκινο και περίμενε . Μόλης
νύχτοσε άκουσα να ψάλουν η χοτσάδες. Μπένη μέσα ο γαμπρός και κάνανε
ναμάζ προσευχή. Μετά πάη κοντά της και σηκώνη το τούλη και την πέρνη
αγγαληά και πάνε στον ότα (;) δωμάτιο.

Μετά από λίγες μέρες μου λέη ο τούρκος θα πάμε μαμά. Όταν άκουσα εγώ
μαμά το κατάλαβα και έπεσα στην αγκαλιά του και έκλεγα. Αυτή θύμοσε
και με αρπάη και με πετά πέρα. Ο τούρκος την μάλωσε. Μετά με γδύνη και
πέρνει το φουστανάκι από τον τήχο που το είχε πετάξη. Μου το βάζη.
Ήτανε μες την βρόμα και ψήρα και μου το φόρεσαι.

Με πέρνη ο τούρκος να φύγουμε. Όταν εύγενα μου δείνη μιά κλωτσιά. Απ
έξω ήτανε ένα κάρο με βόδια. Με βάζη ο τούρκος και πέφτω στο κάρο.
Είχε πολύ κρίο. Βγάζει το μανδύα του και με σκεπάζη. Μου είπε να
κοιμηθώ μα εγώ είχα την χαρά που θα που θα πάω στην μανούλα μου.

Πηγέναμε ώρες πολές. Φθάσαμε στο Ηκόνιο. Ανεβήκαμε της σκάλες. Μου
κάνει νόημα να περιμένω. Εκεί ήτανε αστυνομία. Πήγε μήλησε για μένα.
Φεύγει ο τούρκος.

Εγώ στεκόμουνα και περνούσανε η τούρκη και μου λέγανε τεσλήμ;

Εγώ δεν ήξερα και έκλεγα. Νόμιζα ότη έλεγαν θα σε σκοτόσουνε;

Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς έτση τον έλεγα και μου φέρνη σε μία μανδήλα
σαν αυτή που φοράη ο αραφάτ. Είχε ένα μεγάλο ψωμί ένα κομάτι τυρί και
μου βάζη στην τσέπη μου επτά πανκανότες(;). Με φήλισε στο κούτελο και
έφυγε.

Μετά ήτανε το μαρτύριο. Έρχεται ένας τσανταρμάς και μου λέει ... σύκο.
Εγώ δεν ήχα δύναμη και καθόμουνα χάμου. Απέναντι στο κονάκι ήτανε ένας
μεγάλος σταύλος. Βγάζη μια μεγάλη κληδαριά και με πετάη μέσα. Σκοτάδι.
Σταμάτησα λίγο να δώ που να ακουμπήσω. Από το κλάμα δεν έβλεπα. Είχε
ένα παραθυράκι στενόμακρο. Από κεί έμπενε λίγο φώς. Εγώ πασπατόντας
βρήκα ένα παχνή με άχηρα. Ανέβηκα και λούφαξα στα άχηρα. Αλλά είχα το
τυρί και τα ποντήκια πηδούσαν πότε επάνω στο κεφάλι μου πότε στην
πλάτη μου. Εκεί ήτανε ο μεγαλήτερος φόβος. Σκέφτηκα και άδιασα την
μαντήλα στο παχνί και τυλήχτικα γιατή είχε πολύ κρίο. Το τρομερό δρά
που πέρασα ήταν αυτό. Δεν θυμάμαι πόσες μέρες έμεινα εκεί μέσα.

Μιά μέρα ανήξανε την πόρτα και με φώναζε ένας τσανταρμάς. Πλησίασα
κοντά του. Κηζ κηζ δηλαδή κορίτσι. Μα εγώ από το σκοτάδι δεν έβλεπα.
Εκεί μπροστά στην πόρτα ήτανε ένα σηντρηβάνη. Πέφτω μέσα στα νερά και
στις λάσπες. Δύπλα ήτανε η γυναικίες φυλακές. Με ήδε μία γυναίκα που
έπεσα. Από το σιδερένιο παράθυρο φόναξαι τον τσανταρμά. Δεν ξέρω τι
του ήπε.

Με μιά κλιδάρα άνηξε και μέ πήρε η γυναίκα. Αμέσως εύγαλε τα ρούχα μου
και με έκανε μπάνιο. Έπληνε τα ρούχα μου και με τήλιξε με ένα σεντόνι.
Μετά ετοίμασε να φάμε. Το φαϊ ήτανε κουκιά αλλά εγώ δεν μπορούσα να
φάω και μου έκαμε τσαϊ. Το ήπια με λίγο ψωμί.

Σε λίγες μέρες φέρανε πρόσφηγες από τα Κούλα. Σε λίγο ανοίγη την πόρτα
της φυλακής και φωνάζει στην γυναίκα να κατεβό. Εγώ τους ήδα από το
παράθυρο και χάρικα πολύ.

Με πέρνη ο τσανταρμάς . Με ρήχνη σε αυτούς. Δυστυχώς δεν ήτανε η
μανούλα μου αυτή. Μηλούσανε τούρκικα. Πήκενα στον έναν με δίωχνανε.
Πηγαινα στόν άλον το ίδιο. Τότε ζάροσα σε μιά γωνιά.

Όταν βράδιασε άρχησαν η τούρκοι με τους φακούς και γυρέβανε κορίτσια.
Τότε ένας από τους προσφηγες αρπάη εμένα και με έδωσε τούρκο. Σκεφτήτε
τή έπαθα εκείνη την ώρα. Έτρεμα και φώναζα μανούλα μου που είσαι να με
πάρης.

Τότε ο τούρκος με στίνη όρθια μέ έψαξε παντού και με παρατάη και
φεύγει. Εγώ από τήν τρεμούλα που είχα δεν ήξερα πού πήγενα. Από τις
φωνές μου με άκουσε αυτός που τους φύλαγε και ήλθε καί μέ πήρε και με
έρηξε πάλη μαζή τους. Κανείς δεν γύριζε να με δή. Ήτανε πολύ σκληρή
άνθρωποι.

Το πρωϊ ήλθε ο παπάς του Ηκονίου. Από το Ικόνιο δέν ήχανε φύγη η
ρομνή. Περιμένανε την ανταλαγή του Βενηζέλου. Ο δε παπάς ρώτησε τόν
φύλακα αν μπορή να με πάρη σπίτι του και ο φύλακας ήπε να τήν
πάρης.Τήν άλη μέρα θα φήγουνε.

Με πήρε ο παπάς. Πήγαμε σπίτι του. Μού μιλούσανε ελινικά. Με
περιπηιθήκανε πολύ. Με λούσανε με φοραίσανε καθαρά ρούχα το δε πρωϊ
ήθελε ο παπάς να τού πώ πώς έχασα τους γονους μου. Το ήπα μερικά όπως
έχω γράψη στην αρχή της ησστορίας μου.

Μου είπε ο παπας. Τώρα θα πάτε στο Εσκησεχήρ μετά αφχονκαραησάρ γιατή 
είναι διαταγή του Κεμάλ. 

[The story of a Greek girl from Smyrna, Aggeliki Matthaiou, who survived Ataturk's Death March to reach the Konya region (and eventually Greece) in 1922 ... including separation from her mother, attempted adoption by a local Turkish family, and brief encounter with Konya's Greek priest's family.]

Ένας Έλληνας ποδηλάτης στην Σύλλη (2009)

[Περισσότερα για το ποδηλατικό ταξίδι του Ιάσονα -- που συγκινήθηκε αλλά και ξαφνιάστηκε όταν του έγραψα πως κατάγομαι από την Σύλλη -- στο ιστολόγιο του, εδώ .]

Η Σύλλη θα αποδειχθεί ένας ακόμη από τους τόπους που θα μού φέρει μία ιδιότυπη θλίψη, στο ταξίδι μου αυτό: λυπάμαι που δεν έχω στη διάθεσή μου χρόνο να μείνω σε αυτό το μέρος. Πόσο χρόνο, θα ρώταγε κανείς. Χρόνο "άπειρο": άπλετο, ελεύθερο, χωρίς τίποτε να σε πιέζει, να γυρνάς στον τόπο και να ζεις τις γωνιές του, κάθε λεπτομέρεια, αφήνοντας τη θεά Τύχη να σού φέρει ότι θέλει αυτή. Τοπία, σπίτια, χρώματα, μυρωδιές, τυχαίες συναντήσεις, ιερά ανθρώπινα ψήγματα ενός χωροχρόνου που δεν μπορείς να προσδιορίσεις, και ούτε χρειάζεται να το κάνεις. Όσο περισσότερο σιωπάς τόσα περισσότερα να μαθαίνεις, όσο περισσότερο ξεχνάς τον εαυτό σου τόσα περισσότερα να παίρνεις. Για να συνεχίσω προς τα δυτικά, πρέπει πρώτα να κατηφορίσω τα λίγα χιλιόμετρα προς την Κόνυα.

Η ώρα είναι μία το μεσημέρι. Λόγω του άσχημου οδοστρώματος, τα λάστιχα

των οχημάτων κάνουν μεγάλο θόρυβο καθώς περνούν δίπλα μου. Ευτυχώς
ωστόσο δεν περνούν πολλά.

Ο ήλιος χτυπά. Παθαίνω λάστιχο. Σταματώ στην άκρη του δρόμου. Ένα
μυτερό σίδερο διαπέρασε λάστιχο και σαμπρέλα. Η σαμπρέλλα αχρηστεύτηκε
και χρησιμοποιώ μία από τις ρεζέρβες μου. Καλά θα κάνω στο Ικόνιο να
βρω μία σαμπρέλα.

Λάστιχο στην έρημο. Βλέπω μια βρύση. Δεν έχει νερό. Δεν θα κλάψω καθόλου
που δεν έχει νερό, κι ας έχει απομείνει λίγο στα παγούρια μου, αλλά η
σκέψη και μόνο της παρουσίας νερού σε αυτή την ξεραΐλα παραμένει
μυστήριο. Εκείνη τη στιγμή σταματά ένα αυτοκίνητο, με μια οικογένεια
και μετά τις "συνήθεις ρωτήσεις" θα μού δώσουν φαγητό και νερό.

Ικόνιο. Το πέρασμά μου από την πόλη της Konya θα αποδειχθεί μια ακόμα
εμπειρία "ανατολικής τίγρεως". Αφού ξοδέψω ένα μισάωρο ψάχνοντας για
ποδηλατάδικο, όπου ο κύριος με χρέωσε με ένα αξιοσέβαστο ποσό για μία
σαμπρέλα ποδηλάτου, και ακόμη μία ώρα σε ένα ίντερνετ-καφέ ψάχνοντας
συμπληρωματικές πληροφορίες για το καραβάν-σαράι του Ομπρούκ και για
το Ικόνιο, θα αναχωρήσω για να προλάβω να φτάσω στην Σύλλη, όπου και
θα διανυκτερεύσω.

Σήμερα ήταν ακόμα μία ημέρα της στέππας. Είναι απόγευμα και ανηφορίζω
για την Σύλλη. Η κωμόπολη αυτή βρίσκεται κοντά στο Ικόνιο, σε ένα
δρόμο που ξεκινά μέσα από την πόλη και περνά από τις δυτικές
συνοικίες. Το γιατί θέλω να πάω σε αυτό το μέρος, θα ήταν ένα καλό
ερώτημα.

..........................................................................................................
..........................................................................................................
..........................................................................................................
...........................................................................................................
...........................................................................................................

Με αυτές τις σκέψεις λοιπόν να τριγυρίζουν στο κεφάλι μου, διασχίζω τα
δυτικά προάστια ρωτώντας για το δρόμο προς τη Sille. Το απόγευμα είναι
ήσυχο και πηγαίνω σιγά στην ανηφόρα. Ένα μηχανάκι έρχεται δίπλα μου. Ο
οδηγός με ρωτά σε σπαστά αγγλικά από πού είμαι. Μόλις παίρνει την
απάντηση, λέει: "ακολούθησέ με, θα σε πάω στην Αγιαέλενα". Πολύ
ευγενικός, καθυστερεί πηγαίνοντας μαζί μου σιγά στην ανηφόρα. Μόλις
τού είπα ότι είμαι Έλληνας, αμέσως προσφέρθηκε να με οδηγήσει στην
Αγία Ελένη...

Με ακολουθεί πιστά, πηγαίνοντας σιγά δίπλα μου. Σε λίγο θα σηκώσει το
κράνος του, σα να θέλει να βλεπόμαστε καλύτερα. Βλέπω ένα ήρεμο
πρόσωπο, καμιά τριανταριά χρονών, με κοντό μούσι. Με κοιτά απευθείας
στα μάτια και ρωτά "κριστιάν"; Απαντώ καταφατικά. Το πρόσωπό του
φωτίζεται: "εγώ είμαι Μεβλανά". "Σούφι; Τζελαλεντίν Ρουμί;". Ναι,
νεύει με μια οικεία κίνηση του κεφαλιού. Μόλις τού είπα ότι είμαι
χριστιανός, μου είπε ότι είναι Μεβλανά...

Με ακολουθεί σιωπηλός. Θα χρειαστώ ακόμη ένα εικοσάλεπτο μέχρι την
είσοδο της Σύλλης. Δεν φεύγει, αλλά πάει μπροστά και με περιμένει. Σε
μια διασταύρωση σταματά για να μού δείξει την Αγιαέλενα. Τον ευχαριστώ
με θέρμη, όχι χωρίς κάποια αμηχανία, καθότι με απασχολεί η εξεύρεση
του χώρου της διανυκτέρευσής μου πριν νυχτώσει, και παρά το ότι
υποψιάζομαι ότι με τα πτωχά αγγλικά του με καλεί στο σπίτι του. Θα βρω
ένα ήσυχο μέρος, με πολύ καλή θέα πάνω από τη μικρή κωμόπολη, όπου θα
ξεκινήσει η ιεροτελεστία του βραδυνού.

Στην Σύλλη του Ικονίου. Άλλα 129 χιλιόμετρα πέρασα σήμερα μέσα στην
ανατολική στέππα. Τα νιώθω στα πόδια μου, και όχι μόνο. Άλλη μια μέρα
προστέθηκε στο σώμα μου και στην ψυχή μου.

Ένα ολόγιομο φεγγάρι ανατέλλει πάνω από τη Σύλλη, σε έναν ουρανό που κρατά ακόμα ένα ελάχιστο μπλε, πριν το φως του ήλιου χαθεί ολοκληρωτικά. Το ρολόι του Νίκου δείχνει ακριβώς 08:24. Μέσα στην ησυχία του βουνού, πάνω από τον ήχο του τριζονιού, κάποιου σκύλου και μερικών άλλων περιστασιακών ήχων, το τραγούδι του ιμάμη αντιλαλεί μέσα στη χαράδρα που με χωρίζει από τη Σύλλη.

[A Greek who traveled on a bicycle through much of Turkey in 2009 writes about Sille and the one evening he spent there, and how a local motorcycle rider and 'Mevlana follower' rode with him all the way from Konya's western suburbs to the Archangelos Michael church. ]