Τρίτη 21 Απριλίου 2015

Το γυάλινο μάτι του σουλτάνου

[Σημείωση 15-5-2017: το παραμύθι αυτό συμπεριλήφθηκε στο μυθιστόρημα της Αργυρώς Μαργαρίτη ΓΕΡΣΗ (Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, Απρίλιος 2017), συγκεκριμένα στις σελίδες 426-429, παρέμβλητο στην ενότητα "Κυριακή του Πάσχα, 3 Απριλίου 1922".] 

Το παρακάτω 'ανατολίτικο' παραμύθι διέσωσε η συγγραφέας Αργυρώ Μαργαρίτη όταν το άκουσε από άγνωστη κυρία στην ιδρυτική συνάντηση της Ένωσης Συλλαίων στις 4-5-09. Έφτασε στα χέρια μου χάρις στον ταμία της Ένωσης, Σίλβεστρο Παπάζογλου, και το διάβασα κατά την κοπή βασιλόπιτας της Ένωσης στην Θεσσαλονίκη στις 15-2-15. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω για την προέλευση του ας μας ενημερώσει:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας σουλτάνος πολύ πλούσιος αλλά άσκημος. Μικροκαμωμένος, καμπούρης και στραβοκάνης. Το μόνο ωραίο πάνω του ήταν τα μάτια του. Τσακίρικα, με μεγάλα τσίνορα, κάτω από φρύδια πυκνά που τα φρουρούσανε σα βουνά δασωμένα. Οι γυναίκες στο χαρέμι βαρυγκωμούσανε σα τον πρωτοβλέπανε. Μα άμα τις κοίταγε γλυκά με κείνα τα μάτια τα μοναδικά, αυτές πέφτανε στην αγκαλιά του σα σεκερλουκούμ.

Μια μέρα όπως κυνηγούσε στο δάσος, ορμάει πάνω του ένα ελάφι, τον ρίχνει κάτω και πριν προλάβουν οι δικοί του, κάνει μια και με τα χοντρά κέρατα του βγάνει το ένα μάτι. Πήγε να πεθάνει ο σουλτάνος. Μη στεναχωριέσαι, πατισάχ, του είπε ο βεζίρης του. Μου 'πανε πως κάπου στη Σύλλη, υπάρχει ένας μάστορας, Μουχάς Αϊβατζόγλου στο όνομα, που κουλαντρίζει το γυαλί σα να 'ναι ζυμαράκι. Αυτός θα σου φτιάξει ένα μάτι ολόιδιο με το χαμένο που κανείς δε θα καταλαβαίνει τη διαφορά. Έτσι κι έγινε. Δώσανε την παραγγελιά και σε δυο μήνες ο μάστορης του 'φερε το μάτι το τσακίρικο ίδιο κι απαράλλαχτο με το διπλανό του. Πήρε τα πάνω του ξανά ο σουλτάνος, μα δεν πρόλαβε να χαρεί.

Μια μέρα καθώς καθότανε πάνω στα μεταξωτά χαλιά του κι αρμένιζε με τη βάρκα του στη μέση μιας λίμνης με ένα χανουμάκι αγκαλιά, σκύβει να δει το νερό, κάνει ένα τσαλίμι το χανουμάκι, σηκώνει και λίγο μελτέμι, ταρακουνιέται η βάρκα, παραπατάει ο σουλτάνος, χτυπάει το κεφάλι του στην κουπαστή και το μάτι το γυάλινο το ακριβοπληρωμένο πέφτει στο νερό και χάνεται. Βούτηξε το ασκέρι του που γύρισε απ' τον πόλεμο, βουτήξαν κι οι τσανταρμάδες που τον προστάτευαν, μα το μάτι δε βρέθηκε. Και δεν έφτανε αυτό. Ο μάστορης ο τσοφτσάνης έφυγε ταξίδι μακρινό και κανείς δεν ήξερε πότε θα γυρίσει. Πήγε να πεθάνει ο φουκαράς ο σουλτάνος. Δν ήταν μόνο οι χανούμισσες που βαρυγκωμούσαν αλλά και στο συμβούλιο όλοι κρυφογελούσαν σα βλέπανε την τρύπα στη μούρη του.

Βγάνει λοιπόν φιρμάνι. Το και το. Όποιος μου βρει το μάτι, θα του δώκω το βάρος του σε χρυσό. Όλα τα παληκάρια πέσανε στη λίμνη μα το μάτι δεν το βρίσκανε. Ώσπου ένα πρωί, φτάνει στο σαράι ένας ταρσιλής, αναγκεμένος φαινότανε. Ανοίγει ένα σακούλι και βγάζει από μέσα το μάτι. Τρελάθηκε ο σουλτάνος. Δώστε του το βάρος του σε χρυσό, διέταξε και γέλασε από μέσα του. Ήταν μια σταλιά αχαμνούλης ο ταρσιλής. Καλά που δεν ήταν χοντρός, να του πάρει χρυσό διπλάσιο.

Όχι πολυχρονεμένε μου, είπε άξαφνα εκείνος, δε θέλω το βάρος μου σε χρυσό, μα μόνο το βάρος του ματιού. Τα χάσανε όλοι. Βρε είσαι καλά; Πόσο ζυγίζει ένα μάτι; Αυτό θέλω, επέμενε ο άλλος, Γιαβούζη τον έλεγαν. Βρε σε κλέβω, τον έπιασε το κιμπάρικο τον σουλτάνο. Ο Γιαβούζ ανένδοτος. Ετοιμάζουνε τη ζυγαριά, ελέγχουνε το αγιάρι, να μην τον κλέψουνε κιόλα, βάνουνε το μάτιστο ένα τάσι, και μια λίρα χρυσή στο άλλο. Και πολύ είναι, σκεφτόταν ο σουλτάνος και γελούσε κάτω απ' τα μουστάκια του. Το τάσι με το χρυσό ανέβηκε πάνω, το τάσι με το μάτι έπεσε βαρύ κάτω. 

Βάλτε κάνα δυο λίρες ακόμα, είπε παραξενεμένος ο σουλτάνος. Το μάτι βαρύ, τα φλουριά ανάλαφρα. Γεμίσανε το τάσι με χρυσό, μα το τάσι με το μάτι δεν ανέβαινε. Ξαναμετράνε το αγιάρι, μη μπας και κάτι δεν πήγαινε καλά, τιγκάρουν με χρυσό το ένα τάσι, το μάτι βαρύ κι ασήκωτο. Αλλάζουν ζυγαριά, φέρνουν αυτή που ζυγιάζανε τα ξύλα, τα βόδια, τα σακιά με το στάρι, βάζουν το μάτι στη μια μεριά, δέκα βαστάζοι κουβαλούσανε χρυσάφι, φέρανε και τα διαμαντικά, φέραν και τα μπριλάντια, τίποτα. Το τάσι με το μάτι δεν σηκωνόταν. Έπρεπε τώρα ν' ανοίξουν και το κρυφό θησαυροφυλάκιο, πήγε να πεθάνει ο σουλτάνος. Είχε δώσει το λόγο του και για ένα γυάλινο μάτιθα έχανε όλο του το βιος.

Πήγε ο φουκαράς στην πίσω πλευρά του παλατιού κι αρχίνισε να κλαίει. Εκεί, λοιπόν, που πλάνταζε, τον πλησιάζει μια γριά, φαφούτα που 'χε μονάχα ένα δόντι και τον ρωτάει, τι σεκλέτι σε βασανίζει, πολυχρονεμένε μου; Το και το. Τα χάνω όλα. Χαχανίζει η γριά, θα σε σώσω, του λέει, μα να με πάρεις στο παλάτι να τρώω ψωμί χάσικο. Πάνε μαζί στη ζυγαριά, ο βεζίρης είχε βάλει νέα χαράτσια να μαζέψουν χρυσάφι, βουνό ολόκληρο οι θησαυροί, το μάτι βαρύ κι ασήκωτο.

Φέρτε τη μικρή ζυγαριά, διέταξε η γριά.Φέρνουν τη μικρή ζυγαριά, ζυγιάζουν το αγιάρι, βάζουν το μάτι πάνω, παίρνει η γριά ένα μεταξωτό μαύρο πανί, σκεπάζει το μάτι, βάζουν ένα φλουρί στο άλλο τάσι, σηκώνεται το μάτι, βαρύτερο το φλουρί. Το μάτι δε χορταίνει το ταμάχι του, σουλτάνε μου, όσο βλέπει, τόσο θέλει, είπε η γριά και δάγκασε με το ένα της δόντι το αφράτο χάσικο.

"ταμάχι" = "πλεονεξία" -- βλέπε και (πολύ) σχετική παροιμία το ταμάχι βγάζει μάτι

[The following 'oriental' tale was communicated by an unknown lady to novelist Argyro Margariti during the Sillean Union's inaugural meeting on 5/4/09; please let us know in case you have further information about it:

The sultan lost an eye while hunting deer, but a very skillful man [from Sille] made him a glass eye that looked very real. Some time later though the glass eye dropped in a lake during an otherwise pleasant boat trip, and no one could find it, not even men from the sultan's elite forces. Worse yet, the skillful man had departed on a trip and could not be found anywhere. Finally, an unknow short, frail man managed to find it. The sultan was delighted and offered to equal that man's weight in gold as a reward. To everybody's surprise, the little man asked only for the glass eye's weight in gold ... and to everybody's astonishment, the glass eye turned out to be heavier than all the sultan's riches that could be brought to the various scales employed! The sultan was desperate and a passing poor old woman, with only one tooth left, saw him crying in the garden: she asked him about his problem and assured him that she can fix everything, asking only for the right to eat quality bread at the palace; and, yes, she asked for the smallest scale, placed on it the glass eye covered by black cloth, and the glass eye now weighted no more than one golden lira! "You can never satisfy the eye", said the old lady, digging her one tooth into that bread; "the more it sees, the more it wants".]