Έξω από τη Σύλλη, ήτανε τα τσάγια -- βουνά απ' όπου έτρεχαν νερά, καταρράχτες... (τσάγια, εξηγεί ο πατέρας, είναι λέξη τουρκική, που σημαίνει ποτάμια). Ήταν, λοιπόν, μια αγαπημένη μας διασκέδαση, να πάμε στα τσάγια. Παίρναμε τους μεζέδες μας και το ρακί -- ντόπιο ρακί που τό' φτιαχνε η κάθε Συλλαίικη οικογένεια και υπήρχε άφθονο -- το βάζαμε μέσα στα παγωμένα νερά πού' τρεχαν γύρω για να δροσίσει κι αρχίζαμε την κουβέντα που δεν ήταν άλλη, παρά ο εθνικός μας πόθος^ είχαμε έντονο εθνικό φρόνημα ... ακοίμητη εθνική συνείδηση ... σίγουρη αίσθηση καταγωγής μας απ' τους αρχαίους Έλληνες και τους Βυζαντινούς... Πιστεύαμε στην αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, να γίνουμε δηλαδή πάλι κύριοι στο σπίτι μας, στον τόπο μας... μ' αυτές τις κουβέντες πιάναμε και το τραγούδι...
Αυτά τα άκουσε η συγγραφέας, Ναυσικά Ιεσσαί Κασιμάτη, από τον Συλλαίο πατέρα της Ιωάννη Ιεσσαί (1890-1987), δημοδιδάσκαλο Ικονίου (1908-1914) και μετέπειτα Δραπετσώνας, και μετέφερε αυτούσια (σελ. 27-28) στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο της (ΑΡΜΟΣ, 2018). Αμέσως μάλιστα μετά το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο ένα από τα πατριωτικά τραγούδια που τραγουδιόντουσαν στα τσάγια, το "Νά' μουν πουλί να πέταγα" από τον ΤΥΡΤΑΙΟ (1907) του Ιωάννη Σακκελαριάδη. Όλα αυτά ταυτόχρονα με τις πολύ καλές σχέσεις με τους εντόπιους Τούρκους, που κατά μία μάλιστα μαρτυρία -- του θείου της συγγραφέως Λεόντιου, αδελφού της επίσης Συλλαίας μητέρας της Ιωάννας Χατζηαρσλάνογλου (1898-2001) "εύχονταν να νικήσουν οι Έλληνες και όχι ο Κεμάλ" (σελ. 223).
Το βιβλίο είναι ολοζώντανο και εξαιρετικά καλογραμμένο, βασιζόμενο σε γραπτές και προφορικές μαρτυρίες των γονέων της συγγραφέως αλλά και άλλων συγγενών (όπως του ανηψιού του πατέρα της Ιορδάνη Τσιμπουκτσή). Συμπεριλαμβάνει επίσης ανέκδοτη αυτοβιογραφία του πατέρα της (σελ. 235-336), με συναρπαστικούς αντίλαλους της Ελληνικής Επανάστασης (241-243) και της Τουρκο-Αιγυπτιακής σύγκρουσης (246-247). Η συγγραφέας χειρίζεται εξίσου άνετα θέματα Ιστορίας και καθημερινής ζωής, και σίγουρα προσθέτει σημαντικές πληροφορίες στα όσα ήδη γνωρίζαμε για την Σύλλη. Για μένα η πιο σημαντική καινούργια πληροφορία ήταν η αρκετά λεπτομερής εξιστόρηση (σελ. 182-187) των αποστολών των Συλλαίων μαστόρων που αναχωρούσαν μετά το Πάσχα από την Σύλλη και επέστρεφαν "αρχές τ' Οκτώβρη" καθώς "τ' άη Δημητριού, το χιόνι τά' χε σκεπάσει όλα" ... έχοντας προηγουμένως επισκεφθεί γύρω στα τριάντα Τουρκοχώρια 'γύρω' από την Σύλλη για διάφορες εργασίες, φιλοξενούμενοι σε Τουρκικά σπίτια (όπου "τους έφτιαχναν τα καλύτερα φαγητά", και "τους έστρωναν τα καλύτερα στρώματα και παπλώματα"). [Στα χωριά αυτά υπήρχαν νωπές μνήμες από ονόματα όπως "Γεώργη ογλού Μεμέτ", "Νικόλα ογλού Αχμέτ" (σελ. 61).]
Η γιορτή του αγίου Χαρίτωνα (28/9), ήταν μια από τις μεγαλύτερες της Σύλλης, λέει ο Ιορδάνης. Δυο μέρες πριν, άρχιζαν τ' αμάξια να φέρνουν κόσμο από την Κόνια και τη Σύλλη. Πολλοί από τη Σύλλη έρχονταν πεζοί, φέρνοντας στον ώμο τα ψάθινα καλάθια τους, πλεγμένα από τους Τούρκους με καλάμια και κλαδιά από κλαίουσες και λυγαριές κι ήσαν γεμάτα προμήθειες. Αυτοί που έρχονταν από τη Σύλλη, θά' πρεπε να κατεβούν ως κάτω στο μοναστήρι με τα σκαλοπάτια, ενώ όσοι έρχονταν από την Κόνια με αμάξια, ο δρόμος τους πήγαινε ως κάτω στο μοναστήρι κι εκεί υπήρχαν σταύλοι για τα ζώα, κελλιά και διάφοροι άλλοι χώροι. Η εκκλησιά ήταν σκαμμένη στο βουνό και η γιορτή βαστούσε δυο μέρες. Βγαίνοντας από το μοναστήρι, αν πάρουμε το δρόμο που έρχονται τ' αμάξια από την Κόνια, αυτό το σημείο είναι περίπου η μέση του δρόμου Κόνιας - Σύλλης. [σελ. 96, κεφ. "Οι μαχαλάδες της Σύλλης" (σελ. 75-102)]
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι "Η ζωή στο πατρικό της μάννας" (σελ. 119-176), με άφθονες πληροφορίες για την μαγειρική και την διασκέδαση της Σύλλης. Εκεί διαβάζουμε πως "οι γονείς δυο με έξι παιδιά, ο αδελφός του πατέρα με τη γυναίκα του, επίσης με έξι παιδιά, οι γονείς τους και η αδελφή τους, μια μεγαλοκοπέλλα ελεύθερη" (σελ. 145) χρειάζονταν, κάθε Σεπτέμβρη, έξι αρνιά και δυο αγελάδες, "για να περάσουν τις ατέλειωτες μέρες του χειμώνα με το κρέας τους" (σελ. 127). Συντροφιά τα χειμωνιάτικα βράδια τούς κρατούσαν ιστορίες του Ναστρεδίν Χότζα -- η συγγραφέας παραθέτει φωτοτυπία του εξώφυλλου (ΕΚΔΟΣΙΣ ΠΛΗΡΕΣΤΑΤΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΙΩΝ ΤΟΥ ΝΑΣΡ-ΕΔΔΙΝ-ΧΟΤΖΑ) βιβλίου που έφεραν από την Σύλλη -- και άλλα παραμύθια (όπως της "Χρυσής Ντουλάμπας", σελ. 137-142) και του "κόκκορα (σελ. 143-144) ... που διηγούνταν πολύ όμορφα, στα Τουρκικά, ο γείτονας τους ο Δανιήλ. [Αναζητείται ακόμη το ωραιότερο όλων παραμύθι, ο "Σαπατούρνταης" του θείου Λεόντιου, που όμως ... "όλοι το θυμόμαστε μέσες, άκρες και κανείς μας ατόφιο για να το καταγράψουμε"...] Ο απαραίτητος καφές έρχονταν σε πράσινους κόκκους από την Γιάφα που "καβούρντιζαν σε ειδική συσκευή φτιαγμένη από Συλλαίους σιδηρουργούς κι ύστερα τους άλεθαν σε μπακιρένιους μύλους ή ξύλινους πού' παιρναν μεγαλύτερη ποσότητα κι άλεθαν πιο εύκολα" (σελ. 158).
Ο λόγος της μάννας, πάλι για τα σινί. Εκτός από το σινί των 15 ατόμων που εξυπηρετούσε καθημερινά την οικογένεια, υπήρχε και μεγαλύτερο σινί των 25 ατόμων. Τεράστιο σινί ... έπιανε όλο το δωμάτιο. Τόσο μεγάλο σινί, συνεχίζει η μάννα, δεν υπήρχε άλλο στην περιοχή και δεν θυμάμαι, από που και πως το είχε φέρει ο πατέρας μου... Έρχονταν οι γείτονες μας -- αν είχαν γάμο ή γιορτή -- και τό' παιρναν. Τρεις, τέσσερεις άντρες έπρεπε να το κρατούν, για να το μεταφέρουν. [σελ. 149]
Ανάμεσα στις διάφορες ιστορικές αναφορές της συγγραφέως ξεχωρίζει αυτή στο βιβλίο "Πόσοι και ποιοι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την ανταλλαγήν" του Κωνσταντίνου Λαμέρα (1929), όπου διαβάζουμε (σελ. 215) ότι ήδη από το 1908 το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης "Ελευθερία Ισότης Αδελφότης" που επιχείρησαν να υιοθετήσουν οι Νεότουρκοι αντικαταστάθηκε, κατά γενική απαίτηση και λαϊκή εξέγερση, από το "Ελευθερία Ισότης Δικαιοσύνη" ("Αδαλέτ" αντί "Ουχουβέτ")! Και πράγματι, ενώ οι σχέσεις των Ελλήνων της Σύλλης με τους εντόπιους Τούρκους περιγράφονται γενικά ως καλές (όπως άλλωστε και στα βιβλία των Τάκη Σαλκιτζόγλου και Νέλλης Μελίδου-Κεφαλά), ο ίδιος ο πατέρας της συγγραφέως γράφει ότι τα Τουρκόπουλα δεν έπαιζαν με τα Ελληνόπουλα (σελ. 117), και δεν τα συγχωρούσαν για την καταγωγή τους ("ακόμα, βρε γκιαούρη, μιλάς ελληνικά;" -- σελ. 122). [Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Ιωάννης Ιεσσαί ήταν ο πρώτος δάσκαλος που τόλμησε να διδάξει Ελληνική Ιστορία στο Ικόνιο (σελ. 271-273), ενώ επιστρατεύτηκε (και ουσιαστικά απολύθηκε) λόγω διακριτικής αποθάρρυνσης χρήσης της Τουρκικής από τα Ελληνόπουλα (σελ. 280-283).]
Όλη τη μέρα της Λαμπρής, οι Συλλαίοι έριχναν γιορταστικές μπιστολιές, παρόλο που αυτό δεν άρεσε, βέβαια, στους Τούρκους. Οι πανηγυρικές μπιστολιές, ξεκινούσαν από την ώρα της Ανάστασης. Στη Σύλλη, λέει ο πατέρας, είχαμε για χωροφύλακα, έναν μαύρο από τα μέρη της Αιγύπτου, Σιδερή τον έλεγαν, που έτρεχε ολημερίς να βρει ποιοι έριχναν τις μπιστολιές, μα ποτέ δεν έβρισκε κανέναν. Όλη μέρα τραγουδούσαμε, ρίχναμε τουφεκιές, κάναμε ό,τι θέλαμε, δεν τους υπολογίζαμε, τα χρόνια εκείνα τους Τούρκους, λέει και η μάννα μας. [σελ. 182, κεφ. "Οι γιορτές στη Σύλλη και άλλα τινά" (σελ. 177-192)]
[Review of Nafsika Iessai Kasimati's "Oh, Asia Minor -- SILLE, LAND OF OUR PARENTS", published by ARMOS in Fall 2018 and based on oral and written testimonies by her parents, notably Ioannis Iessai (school teacher in Konya 1908-1914), and other relatives.]
Αυτά τα άκουσε η συγγραφέας, Ναυσικά Ιεσσαί Κασιμάτη, από τον Συλλαίο πατέρα της Ιωάννη Ιεσσαί (1890-1987), δημοδιδάσκαλο Ικονίου (1908-1914) και μετέπειτα Δραπετσώνας, και μετέφερε αυτούσια (σελ. 27-28) στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο της (ΑΡΜΟΣ, 2018). Αμέσως μάλιστα μετά το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο ένα από τα πατριωτικά τραγούδια που τραγουδιόντουσαν στα τσάγια, το "Νά' μουν πουλί να πέταγα" από τον ΤΥΡΤΑΙΟ (1907) του Ιωάννη Σακκελαριάδη. Όλα αυτά ταυτόχρονα με τις πολύ καλές σχέσεις με τους εντόπιους Τούρκους, που κατά μία μάλιστα μαρτυρία -- του θείου της συγγραφέως Λεόντιου, αδελφού της επίσης Συλλαίας μητέρας της Ιωάννας Χατζηαρσλάνογλου (1898-2001) "εύχονταν να νικήσουν οι Έλληνες και όχι ο Κεμάλ" (σελ. 223).
Το βιβλίο είναι ολοζώντανο και εξαιρετικά καλογραμμένο, βασιζόμενο σε γραπτές και προφορικές μαρτυρίες των γονέων της συγγραφέως αλλά και άλλων συγγενών (όπως του ανηψιού του πατέρα της Ιορδάνη Τσιμπουκτσή). Συμπεριλαμβάνει επίσης ανέκδοτη αυτοβιογραφία του πατέρα της (σελ. 235-336), με συναρπαστικούς αντίλαλους της Ελληνικής Επανάστασης (241-243) και της Τουρκο-Αιγυπτιακής σύγκρουσης (246-247). Η συγγραφέας χειρίζεται εξίσου άνετα θέματα Ιστορίας και καθημερινής ζωής, και σίγουρα προσθέτει σημαντικές πληροφορίες στα όσα ήδη γνωρίζαμε για την Σύλλη. Για μένα η πιο σημαντική καινούργια πληροφορία ήταν η αρκετά λεπτομερής εξιστόρηση (σελ. 182-187) των αποστολών των Συλλαίων μαστόρων που αναχωρούσαν μετά το Πάσχα από την Σύλλη και επέστρεφαν "αρχές τ' Οκτώβρη" καθώς "τ' άη Δημητριού, το χιόνι τά' χε σκεπάσει όλα" ... έχοντας προηγουμένως επισκεφθεί γύρω στα τριάντα Τουρκοχώρια 'γύρω' από την Σύλλη για διάφορες εργασίες, φιλοξενούμενοι σε Τουρκικά σπίτια (όπου "τους έφτιαχναν τα καλύτερα φαγητά", και "τους έστρωναν τα καλύτερα στρώματα και παπλώματα"). [Στα χωριά αυτά υπήρχαν νωπές μνήμες από ονόματα όπως "Γεώργη ογλού Μεμέτ", "Νικόλα ογλού Αχμέτ" (σελ. 61).]
Η γιορτή του αγίου Χαρίτωνα (28/9), ήταν μια από τις μεγαλύτερες της Σύλλης, λέει ο Ιορδάνης. Δυο μέρες πριν, άρχιζαν τ' αμάξια να φέρνουν κόσμο από την Κόνια και τη Σύλλη. Πολλοί από τη Σύλλη έρχονταν πεζοί, φέρνοντας στον ώμο τα ψάθινα καλάθια τους, πλεγμένα από τους Τούρκους με καλάμια και κλαδιά από κλαίουσες και λυγαριές κι ήσαν γεμάτα προμήθειες. Αυτοί που έρχονταν από τη Σύλλη, θά' πρεπε να κατεβούν ως κάτω στο μοναστήρι με τα σκαλοπάτια, ενώ όσοι έρχονταν από την Κόνια με αμάξια, ο δρόμος τους πήγαινε ως κάτω στο μοναστήρι κι εκεί υπήρχαν σταύλοι για τα ζώα, κελλιά και διάφοροι άλλοι χώροι. Η εκκλησιά ήταν σκαμμένη στο βουνό και η γιορτή βαστούσε δυο μέρες. Βγαίνοντας από το μοναστήρι, αν πάρουμε το δρόμο που έρχονται τ' αμάξια από την Κόνια, αυτό το σημείο είναι περίπου η μέση του δρόμου Κόνιας - Σύλλης. [σελ. 96, κεφ. "Οι μαχαλάδες της Σύλλης" (σελ. 75-102)]
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι "Η ζωή στο πατρικό της μάννας" (σελ. 119-176), με άφθονες πληροφορίες για την μαγειρική και την διασκέδαση της Σύλλης. Εκεί διαβάζουμε πως "οι γονείς δυο με έξι παιδιά, ο αδελφός του πατέρα με τη γυναίκα του, επίσης με έξι παιδιά, οι γονείς τους και η αδελφή τους, μια μεγαλοκοπέλλα ελεύθερη" (σελ. 145) χρειάζονταν, κάθε Σεπτέμβρη, έξι αρνιά και δυο αγελάδες, "για να περάσουν τις ατέλειωτες μέρες του χειμώνα με το κρέας τους" (σελ. 127). Συντροφιά τα χειμωνιάτικα βράδια τούς κρατούσαν ιστορίες του Ναστρεδίν Χότζα -- η συγγραφέας παραθέτει φωτοτυπία του εξώφυλλου (ΕΚΔΟΣΙΣ ΠΛΗΡΕΣΤΑΤΗ ΤΩΝ ΑΣΤΕΙΩΝ ΤΟΥ ΝΑΣΡ-ΕΔΔΙΝ-ΧΟΤΖΑ) βιβλίου που έφεραν από την Σύλλη -- και άλλα παραμύθια (όπως της "Χρυσής Ντουλάμπας", σελ. 137-142) και του "κόκκορα (σελ. 143-144) ... που διηγούνταν πολύ όμορφα, στα Τουρκικά, ο γείτονας τους ο Δανιήλ. [Αναζητείται ακόμη το ωραιότερο όλων παραμύθι, ο "Σαπατούρνταης" του θείου Λεόντιου, που όμως ... "όλοι το θυμόμαστε μέσες, άκρες και κανείς μας ατόφιο για να το καταγράψουμε"...] Ο απαραίτητος καφές έρχονταν σε πράσινους κόκκους από την Γιάφα που "καβούρντιζαν σε ειδική συσκευή φτιαγμένη από Συλλαίους σιδηρουργούς κι ύστερα τους άλεθαν σε μπακιρένιους μύλους ή ξύλινους πού' παιρναν μεγαλύτερη ποσότητα κι άλεθαν πιο εύκολα" (σελ. 158).
Ο λόγος της μάννας, πάλι για τα σινί. Εκτός από το σινί των 15 ατόμων που εξυπηρετούσε καθημερινά την οικογένεια, υπήρχε και μεγαλύτερο σινί των 25 ατόμων. Τεράστιο σινί ... έπιανε όλο το δωμάτιο. Τόσο μεγάλο σινί, συνεχίζει η μάννα, δεν υπήρχε άλλο στην περιοχή και δεν θυμάμαι, από που και πως το είχε φέρει ο πατέρας μου... Έρχονταν οι γείτονες μας -- αν είχαν γάμο ή γιορτή -- και τό' παιρναν. Τρεις, τέσσερεις άντρες έπρεπε να το κρατούν, για να το μεταφέρουν. [σελ. 149]
Ανάμεσα στις διάφορες ιστορικές αναφορές της συγγραφέως ξεχωρίζει αυτή στο βιβλίο "Πόσοι και ποιοι οι κάτοικοι της Μικράς Ασίας μετά την ανταλλαγήν" του Κωνσταντίνου Λαμέρα (1929), όπου διαβάζουμε (σελ. 215) ότι ήδη από το 1908 το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης "Ελευθερία Ισότης Αδελφότης" που επιχείρησαν να υιοθετήσουν οι Νεότουρκοι αντικαταστάθηκε, κατά γενική απαίτηση και λαϊκή εξέγερση, από το "Ελευθερία Ισότης Δικαιοσύνη" ("Αδαλέτ" αντί "Ουχουβέτ")! Και πράγματι, ενώ οι σχέσεις των Ελλήνων της Σύλλης με τους εντόπιους Τούρκους περιγράφονται γενικά ως καλές (όπως άλλωστε και στα βιβλία των Τάκη Σαλκιτζόγλου και Νέλλης Μελίδου-Κεφαλά), ο ίδιος ο πατέρας της συγγραφέως γράφει ότι τα Τουρκόπουλα δεν έπαιζαν με τα Ελληνόπουλα (σελ. 117), και δεν τα συγχωρούσαν για την καταγωγή τους ("ακόμα, βρε γκιαούρη, μιλάς ελληνικά;" -- σελ. 122). [Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Ιωάννης Ιεσσαί ήταν ο πρώτος δάσκαλος που τόλμησε να διδάξει Ελληνική Ιστορία στο Ικόνιο (σελ. 271-273), ενώ επιστρατεύτηκε (και ουσιαστικά απολύθηκε) λόγω διακριτικής αποθάρρυνσης χρήσης της Τουρκικής από τα Ελληνόπουλα (σελ. 280-283).]
Όλη τη μέρα της Λαμπρής, οι Συλλαίοι έριχναν γιορταστικές μπιστολιές, παρόλο που αυτό δεν άρεσε, βέβαια, στους Τούρκους. Οι πανηγυρικές μπιστολιές, ξεκινούσαν από την ώρα της Ανάστασης. Στη Σύλλη, λέει ο πατέρας, είχαμε για χωροφύλακα, έναν μαύρο από τα μέρη της Αιγύπτου, Σιδερή τον έλεγαν, που έτρεχε ολημερίς να βρει ποιοι έριχναν τις μπιστολιές, μα ποτέ δεν έβρισκε κανέναν. Όλη μέρα τραγουδούσαμε, ρίχναμε τουφεκιές, κάναμε ό,τι θέλαμε, δεν τους υπολογίζαμε, τα χρόνια εκείνα τους Τούρκους, λέει και η μάννα μας. [σελ. 182, κεφ. "Οι γιορτές στη Σύλλη και άλλα τινά" (σελ. 177-192)]
[Review of Nafsika Iessai Kasimati's "Oh, Asia Minor -- SILLE, LAND OF OUR PARENTS", published by ARMOS in Fall 2018 and based on oral and written testimonies by her parents, notably Ioannis Iessai (school teacher in Konya 1908-1914), and other relatives.]