Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2018

"Συλλαιοι συγγραφείς καραμανλίδικων βιβλίων" (Τάκη Α. Σαλκιτζόγλου)

          
ΤΑΚΗ  Α.  ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ

                      Συλλαίοι  συγγραφείς  καραμανλίδικων  βιβλίων

Στη Σύλλη  τα τουρκικά ήταν άγνωστα  μέχρι την  εποχή που αρκετά μεγάλος αριθμός Τούρκων εγκαταστάθηκαν εκεί τον 19ο αιώνα, οπότε όχι μόνο η χρήση των ελληνικών άρχισε να υπονομεύεται, αλλά και κατέστη αναγκαία η εκμάθηση της τουρκικής. [1]  Οι Συλλαίοι έπρεπε να επικοινωνούν με το σύνοικο στοιχείο, τους εκπροσώπους των αρχών  αλλά και   να  συνεννοούνται  με τους  Τούρκους όχι μόνο  της περιφερείας του Ικονίου, αλλά και όλης της Μικράς Ασίας, με τους οποίους είχαν  εμπορικές δοσοληψίες. Επειδή δε τα ιδιόλεκτα ελληνικά τους δεν συμβάδιζαν εύκολα με τα  ελληνικά  εκείνης της εποχής, που άλλωστε ήταν καθαρευουσιάνικα  συχνά μάλιστα και αρχαΐζοντα,  αναγκάστηκαν να  καταφεύγουν στην ανάγνωση  καραμανλίδικων βιβλίων.
          Σε προηγούμενο σημείωμά μας είχαμε γράψει για τον εφημέριο της Σύλλης  παπα - Σωφρόνιο, ο οποίος, προς χάριν βεβαίως  και των συμπατριωτών του,  κάθισε και μετέφρασε στα καραμανλίδικα ( δηλ. σε τούρκικη γλώσσα αλλά γραμμένο με το  ελληνικό αλφάβητο ) το  ελληνικό  μεσαιωνικό θρησκευτικό δράμα « Η Θυσία του Αβραάμ ».  Το  πόνημά του αυτό είναι πολύ σημαντικό, γιατί στα 1836  ο ιερέας αυτός από τη Σύλλη  μετέγραψε ( και μάλιστα  έμμετρο ) για τους ελληνορθόδοξους αλλά τουρκόφωνους  της καθ’ ημάς Ανατολής  ένα λαμπρό δείγμα της  μεσαιωνικής ελληνικής λογοτεχνίας .
          Σήμερα  παρουσιάζουμε και  άλλο  σύγγραμμα του ίδιου εφημέριου της Σύλλης.  Πρόκειται για  το πόνημα :

                         
                            Σωφρονίου ιερέως εκ  Σύλλης
                           Ταρίφ  βε  ουσούλ τουττζαρληκ
                              Κωνσταντινούπολις  1836

                (δηλ. Διδασκαλία και μέθοδος εμπορική ).

Πιθανόν να υπάρχουν και άλλα συγγραφικά πονήματα του  παπα-Σωφρονίου, ο οποίος είναι φανερό  ότι  στόχευε στην πνευματική αναγέννηση των συμπατριωτών μας της Ανατολής,  αλλά παράλληλα και στον  εξοπλισμό τους με γνώσεις  απαραίτητες για την άσκηση των εμπορικών τους δραστηριοτήτων. Το βιβλίο  αυτό θα ήταν  πολύτιμο για τους συμπατριώτες του, που διέπρεπαν ως έμποροι σε όλη τη Μικρά Ασία  και με τα εμβάσματα στις οικογένειές του συνετέλεσαν στην οικονομική ανάπτυξη της Σύλλης.
Η  Σύλλη  όμως γέννησε  και  άλλους  συγγραφείς-μεταφραστές της καραμανλίδικης φιλολογίας. Παρουσιάζουμε σήμερα τον Πρόδρομο  Αμφιλοχίου  Πολάτογλου, του οποίου ένα  θρησκευτικό  βιβλίο (συλλογή προσευχών)  τυπώθηκε  στα 1910  στον Γαλατά της   Κωνσταντινούπολης  με  τον  τίτλο :

Προσευχαί  υπό Προδρόμου Αμφιλοχίου (Πολάτογλου)
                      εξ Ικονίου ( Σίλλης)

                          ΓΕΝΙ  ΤΑΛΙΠΙ
                                 ΒΕ
                  ΣΕΒΔΑΛΗ  ΔΕΣΤΑΝΗ
        Ταπ  Εδιδζισί Σιρκετί Νασριέ Ιδαρεσί

                         Δερσαάδετδε
           Δ. Θωμαϊδης  Ματπαλσηνδά
      Γαλατά  Περσιμπέ, Παζάρηνδα n.39
                             1910

Ο  συγγραφέας του βιβλίου αυτού ( ή συλλέκτης απλώς των προσευχών)  πρέπει να  εγκαταστάθηκε στην Κύπρο, αφού οικογένεια Πολάτογλου υπάρχει μέχρι σήμερα στην Κύπρο. Αυτό το συμπεραίνουμε  επειδή η  εφημερίδα ΚΥΠΡΟΣ  της 27ης  Μαρτίου  1936  δημοσιεύει  ανακοίνωση της εκδόσεως αυτής. ( Πάντως  οποιοσδήποτε  αναγνώστης μας  γνωρίζει  μέλη της οικογενείας αυτής ή έχει υπ’ όψιν του την προκείμενη καραμανλίδικη έκδοση μπορεί να επικοινωνήσει με την ιστοσελίδα μας αυτή και να παράσχει σχετικές πρόσθετες  πληροφορίες ).

                                            Τάκης  Α.  Σαλκιτζόγλου




[1] Βλ. Βρυώνης Σπ. Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία…ΜΙΕΤ, 1996, σελ. 404, όπου και παραπομπές στον Dawkins  και στον Δανό περιηγητή  C. Niebuhr.

[Article by Takis Salkitzoglou about Sillean authors of books written in Karamanlidika (Turkish in Greek script), namely Sophronios Hatziaslanoglou and Prodromos Polatoglou.]

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018

"Μικρασία Πατρίδα μου" & "Ραδιο-παραμυθία"

Ραδιοφωνικές συνεντεύξεις των Γιώργου Μπαλόγλου (11-12-2017), τέως αντιπροέδρου της Ένωσης Συλλαίων και διαχειριστού του παρόντος ιστολογίου, και της Νέλλης Μελίδου-Κεφαλά (18-12-2017), επίτιμης διευθύντριας του Λαογραφικού και Εθνολογικού Μουσείου Μακεδονίας-Θράκης και συγγραφέως του βιβλίου "Πρόσφυγες από τη Σίλλη Ικονίου -- Η προσαρμογή ενός πληθυσμού εμπόρων στην Ελλάδα", στην εκπομπή των Κώστα Αβανίδη και Δέσποινας Χίντζογλου-Αμασλίδου "Μικρασία Πατρίδα μου" (Εθελοντικό Δημοτικό Ραδιόφωνο Θεσσαλονίκης, FM 100.6). Επίσης ραδιοφωνική συνέντευξη της Νέλλης Μελίδου-Κεφαλά (1-12-2017) στην εκπομπή της Σοφίας Χατζή "Ραδιο-παραμυθία" (Πειραϊκή Εκκλησία, FM 91.2).

[Radio interviews about Sille by Nellie Melidou-Kefala (1-12-201718-12-2017) and George Baloglou (11-12-2017).]

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2018

"Ο Σιλλελής παπα-Σωφρόνιος και η Θυσία του Αβραάμ" (Τάκη Σαλκιτζόγλου)

           Ο  Σιλλελής παπα-Σωφρόνιος και η Θυσία του Αβραάμ  


Οι  Συλλαίοι μιλούσαν βέβαια το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα, που τους χαρακτήριζε και τους διέκρινε από τους άλλους ελληνόφωνους  ομοεθνείς της Μικράς Ασίας,  παράλληλα όμως μιλούσαν και τούρκικα, απολύτως αναγκαία για τις επαφές τους με τους  σύνοικους μουσουλμάνους και τους εκπρόσωπους της οθωμανικής διοίκησης. Όπως και όλοι οι ελληνορθόδοξοι της Μικράς Ασίας χρησιμοποιούσαν κι’ αυτοί τα γνωστά  καραμανλίδικα για να γράψουν τα τούρκικα, δηλαδή με τα ψηφία του  ελληνικού αλφαβήτου  αποτύπωναν τις τούρκικες λέξεις.  Τα καραμανλίδικα δηλαδή δεν είναι μια άλλη γλώσσα αλλά είναι τα τούρκικα γραμμένα με  τα ψηφία του ελληνικού αλφαβήτου. Από το δίπολο δηλαδή  της ελληνικής γλώσσας ( προφορικός λόγοςγραπτός λόγος ) διατήρησαν έτσι οι μικρασιάτες τον ένα πόλο, τον γραπτό, έστω και στα λεγόμενα  καραμανλίδικα.
Και επειδή βέβαια πλην των εκκλησιαστικών βιβλίων δεν υπήρχε επί τόσους αιώνες άλλος έντυπος γραπτός λόγος στα ελληνικά, ούτε εφημερίδες ούτε άλλες εκδόσεις, οι τουρκόφωνοι Έλληνες γνώρισαν την ελληνική και την ευρωπαϊκή πολιτιστική ζωή μόνο μέσα από τα καραμανλίδικα. Σ’ αυτά κατέφευγαν οι συγγραφείς και οι εκδότες για να γνωρίσουν στους ελληνορθόδοξους της Ανατολής βιβλία από τη λαϊκή κυρίως λογοτεχνική παραγωγή της Ελλάδας  ή της Ευρώπης.
          Σ’ αυτές τις εκδόσεις περιλαμβάνεται και μία αξιοσημείωτη μετάφραση του γνωστού κρητικού ποιητικού έργου  Η Θυσία του Αβραάμ, που είναι  ένα σπουδαίο έμμετρο θρησκευτικό δράμα του τέλους του 16ου αιώνα. Ο ποιητής αυτού του δράματος δεν αναφέρεται πουθενά, βασίμως όμως υποστηρίζεται ότι πρέπει να είναι ο Βιτσέντσος  Κορνάρος, ο δημιουργός του Ερωτόκριτου. Είναι γραμμένο σε 1148 ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους στίχους, στην κρητική διάλεκτο της εποχής με γλώσσα αποκαθαρμένη από αρχαϊσμούς και ξενικές επιρροές, με έντονο το δραματικό στοιχείο  και με ανάγλυφους ανθρώπινους χαρακτήρες, πράγμα που αποδεικνύει ότι είναι δημιούργημα άξιου δραματουργού, όπως ήταν άλλωστε  ο ποιητής του Ερωτόκριτου.
          Το εξαίρετο αυτό έργο της ελληνικής λογοτεχνίας αποφάσισε να το μεταφράσει σε τούρκικη γλώσσα αλλά γραμμένο στα καραμανλίδικα ένας ιερωμένος από τη Σύλλη, ο παπα- Σωφρόνιος. Το έκανε προφανώς για  να κάνει γνωστό ένα αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας στους τουρκόφωνους Έλληνες της Ανατολής, αλλά και επειδή υπέφωσκε μέσα του μια ποιητική τάση, αφού δεν μετέφρασε απλώς το έργο αυτό αλλά το απέδωσε σε 1186 στίχους. Πρόκειται δηλαδή για έμμετρη απόδοση του κρητικού ποιητικού δράματος, προσπάθεια κοπιώδης, που απαιτεί όχι μόνο οίστρο αλλά και  πολύχρονη εργασία.
                 Ο τίτλος αυτής της έκδοσηςτου έτους 1836 είναι :

                       ΧΑΖΡΕΤΙ  ΑΒΡΑΑΜΗΝ  ΖΙΑΔΕ
          ΤΖΟΚ ΤΖΑΝΑ ΜΕΝΦΑΑΤΛΗ ΚΟΥΡΠΑΝ ΧΕΚΙΑΓΕΣΗ 
                                     ΑΣΙΤΑΝΕΔΕ
               Ιγνατιάδησλερην, Πασμά χανεσινδε
                                  1836

Το όνομα του ποιητικού μεταφραστή αναγράφεται σε ακροστιχίδα στο τέλος του βιβλίου :
 Σιλελί  παπα-Σωφρόνιος,
      ( δηλαδή παπα-Σωφρόνιος από τη Σύλλη ).

          Ιδού πως αποδίδει ο Συλλαίος συμπατριώτης μας τους πρώτους στίχους του κρητικού δράματος :

          Ουγιάν για Αβραάμ, ουγιανήπ αγιαγά καλκασήν
          σανά γκιοϊδέν εμιρ κετηρδήμ εσιδούπ πακασήν
          Ουγιάν για Αλλαχήν σαδήκ, βε χας κουλόν ογλάν
          ζίρα καηγησήζ ογιουμανήν βακτή δεήλ ουγιάν.

Έτσι  μεταφράζει, με δεκαπεντασύλλαβο μέτρο  πάντοτε, τους τέσσερις πρώτους στίχους της Θυσίας του Αβραάμ, όπου ο Άγγελος εξ Ουρανού φθέγγεται :

        Ξύπν’ Αβραάμ, ξύπν’Αβραάμ, γείρου κι’ απάνω στάσου,
        μαντάτο απ’ τους ουρανούς  σου φέρνου κι αφουκράσου.
       Ξύπνησε δούλε του Θεού, ίσε και μπιστεμένε
       και να κοιμάσαι αμέριμνα εδά καιρός δεν έναι. 

Ο παπα-Σωφρόνιος είχε το επώνυμο Χατζηασλάνογλου  και είχε μεταφράσει και άλλα βιβλία στα καραμανλίδικα. Μπορούμε λοιπόν να τον κατατάξουμε στους διαφωτιστές της ελληνικής μικρασιάτικης Ανατολής του 19ου αιώνα, που βοήθησαν στην πνευματική αναγέννηση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού της.


                                                            ΤΑΚΗΣ  Α.  ΣΑΛΚΙΤΖΟΓΛΟΥ

[Article by Takis Salkitzoglou about the 1836 translation of "Avraam's Sacrifice" into Karamanlidika (Turkish in Greek script) by the Sillean priest Sophronios Hatziaslanoglou.] 

Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017

"ΓΕΡΣΗ -- Είσαι το κόκκινο στο αίμα μου"

Με την ευκαιρία της παρουσίασης του μυθιστορήματος της Αργυρώς Μαργαρίτη -- γνωστής μας και από "Το γυάλινο μάτι του Σουλτάνου" -- στον "Ιανό" Θεσσαλονίκης στις 23-11-2017 ... παραθέτω εδώ μία παράγραφο από την σελίδα 312 (έμμεσα σχετιζόμενη λόγω ταπητουργίας με την Σύλλη, επίσης τόπο καταγωγής του Γιώργη):

Ξεκλειδώνουν οι λέξεις, παρασέρνουν, ξεγελάνε, μα έλεγε αλήθεια. Τού χάιδεψε τα μαλλιά κι εκείνος την έσυρε πάνω στο χαλί, το φερμένο απ' το Ουσάκ, κι έτσι όπως την πίεσε με το σώμα του, σκάφτηκε η γη για να βουλιάξουν, κόχλασε η θάλασσα να τους κάψει. Έσυρε το στόμα του στον λαιμό, δάγκασε απαλά τον λοβό του αυτιού, το δωμάτιο αφανίστηκε. Ήτανε, λέει, ένα κορίτσι εκεί μακριά στο Ουσάκ, μια υφάντρα χαλιών, καθισμένη στο χαμηλό μιντέρι, να δένει έναν έναν τους κόμπους του χαλιού. Και, καθώς ήξερε πως δε θα ζούσε για πολύ, γεμάτος ο θάλαμος αργαλειούς, εκατό, διακόσιες, χίλιες υφάντρες, γεμάτος ο αέρας χνούδια, όλος ο αέρας χνούδια, με δυσκολία ανάσαινε το κορίτσι απ' το Ουσάκ, για τούτο σε κάθε κόμπο έδενε ένα όνειρο, ένα φιλί, ένα χάδι τολμηρό, κι ύστερα έπιανε τον κιρκίτη, κοπανούσε τους κόμπους να τους ενώσει, ο Γιώργης ένιωθε τα χτυπήματα του σφυριού, έλεγε ξόρκια το κορίτσι απ' το Ουσάκ, να κυλιστούν στο χαλί της ερωτευμένα κορμιά, χωρίς αιδώ, μόνο φωτιά, χιλιάδες κόμποι, χιλιάδες φιλιά, γιατί, σαρκοβόρος, ο έρωτας θέλει τη σάρκα να σπαράζει.



[Argyro Margariti's novel "YERSI -- You are the red in my blood" to be presented in Thessaloniki on 11/23/2017.]

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ένα κερί για τον Μιχάλη

[Καππαδοκία 2013]

Αργά το απόγευμα Μεγάλου Σαββάτου του 2013, φθάσαμε στο ξενοδοχείο μας στο Ικόνιο. Είχα έναν Τούρκο συνάδελφο στην Γερμανία, κοινωνικό λειτουργό που ήταν από την «Κόνια» όπως αποκαλούσε στη γλώσσα του το Ικόνιο και είχα μεγάλη περιέργεια να δω πως ήταν η πόλη. Ένας άλλος συνάδελφος, Κούρδος όμως αυτός, έλεγε ότι η «Κόνια» ήταν μια άσχημη πόλις, χτισμένη σ’ ενα άσχημο τοπίο. Είχαν σπουδάσει και οι δυο στην Γερμανία στις αρχές του 1970 και όλοι μαζί εργαζόμασταν μαζί με άλλες εθνικότητες και με Γερμανούς, σε ένα πρόγραμμα για την ένταξη των μεταναστών και των παιδιών τους σε μια πολυπολυτισμική κοινωνία στην Γερμανία, μέσα από το Νηπιαγωγείο και την γειτονιά τους. Αυτά τη δεκαετία του 1970 στην Γερμανία, όπου η ιδέα της πολυπολυτισμικότητας έφθανε στο φόρτε της κυρίως μεταξύ των προοδευτικών και αριστερών  μελών της γερμανικής κοινωνίας των Κρατιδίων, των τοπικών θεσμών, π.χ. Ευαγγελικής Εκκλησίας, και της βιομηχανίας, όπως το Ιδρυμα RBosch, και  όλοι αυτοί χρηματοδοτούσαν  το τετραετές αυτό πρόγραμμα.

Αυτή η διάσταση του Τούρκου και του Κούρδου συναδέλφου σχετικά με την «ωραιότητα» του Ικονίου, με κατείχε λοιπόν  το Πάσχα του 2013 που το επισκέφθηκα. Μπήκαμε στην πόλη από μια άχαρη πλευρά της, ξερή και χωρίς κανένα γεωλογικό ενδιαφέρον σε χρώματα κοκκινοκίτρινα και χωρίς ιχνος πράσινου. Το πούλμαν μας έκανε ένα γρήγορο πέρασμα στο κέντρο της πόλης, χωρίς να  κατεβούμε καθόλου από αυτό. Είδαμε μια μοντέρνα πλατεία γεμάτη νεολαία, κάτι σαν γιορτάσιμη μάζωξη για νέους. Γρήγορα φθάσαμε στο ξενοδοχείο μας, περιφερειακά του κέντρου, σε  μια ήσυχη περιοχή, απέναντι απο μια τεράστια αποθήκη σούπερ-μάρκετ  καθώς και άλλα μεγάλα εμπορικά κτίρια και  επιχειρήσεις. Η περιοχή είχε πολύ μοντέρνα  κτίρια γενικά και τίποτε δεν θύμιζε κακομοιριά Ανατολής προς μεγάλη μου έκπληξη.  
                                             
Το ξενοδοχείο μας βρισκόταν πάνω σ΄ένα οδικό  κόμβο με τουλάχιστον τέσσερεις διασταυρούμενους δρόμους  που περνούσαν άλλοι παράλληλα μεταξύ τους και κάποιοι ο ένας πάνω από τον άλλον. Μετά το βραδυνό αποφασίσαμε με τον Μιχάλη να περπατήσουμε στην περιοχή. Βγήκαμε από το ξενοδοχείο μας (δεν θυμάμαι όνομα) και πήραμε έναν δρόμο στην τύχη, μπροστά απο την είσοδό του. Σε λίγο, είχα την εντύπωση ότι περπατούσα στα νεόκτιστα περίχωρα μιας μικρής γερμανικής κωμόπολης. Ίδιες γερμανικές πολυκατοικίες, ίδια μικρά καταπράσινα πάρκα μεταξύ τους, ίδιες ανισόπεδες διαβάσεις, ίδιες υπόγειες διαβάσεις, ίδιοι σκουπιδοτενεκέδες, άλλοι για γυαλικά και άλλοι για χαρτικά. Ποδηλατόδρομοι στα πεζοδρόμια και χώρος για πεζούς. Μάλλον δεν έβλεπα καλά. Μάλλον δεν ήθελα να πιστέψω ότι έβλεπα, αλλά ήταν όλα εκεί. Μια μικρή γερμανική πόλη στην καρδιά της Τουρκίας, στο Ικόνιο. Και ακριβώς όπως στην Γερμανία, ψυχή στον δρόμο. Μόνο τα φώτα στα διαμερίσματα των πανύψηλων πολυκατοικιών, ακριβώς όπως στην Γερμανία, δήλωναν την ύπαρξη ζωής στο σημείο. Αργότερα έμαθα ότι όλη η ανοικοδόμηση της Τουρκίας ανήκει σε γερμανικές κατασκευαστικές εταιρίες και άρα όλα μπήκαν στη θέση τους και  μου λύθηκαν  οι  απορίες, σχετικά με την  ομοιότητα των κτιρίων και εν γένει της περιοχής αυτής του Ικονίου, με την γερμανική επαρχία.

Την άλλη ημέρα το πρωί ξεκινήσαμε για το πρώτο ελληνικό χωριό της περιοχής, την Σύλλη, που πρώτη φορά άκουγα στη ζωή μου. Η συνοδός μας, η  Μαρία, μας μιλούσε με πολύ θερμά λόγια για την πόλη αυτή. Το πούλμαν περνούσε μπροστά από γκρίζα τοπία, με χαμηλά μαγαζιά, βιοτεχνίες, γκαράζ ποδηλάτων και αυτοκινήτων, μικρά παντοπωλεία, διόροφα σπίτια απίστευτης κακοτεχνίας και κακογουστιάς, ανθρώπους σκυφτούς και ταλαιπωρημένους, παιδιά που έτρεχαν γύρω γύρω κλαίγοντας και γενικά μια περιοχή που τίποτα δεν θύμιζε πλέον γερμανικό χωριό, αλλά μόνο κλασσική Ανατολία. Σε κάποια μαγαζάκια διέκρινα και το επίθετο του Τούρκου συναδέλφου από το Μόναχο.

Η Μαρία μας είπε ότι η Σύλλη απέχει απο το Ικόνιο περίπου 8 χλμ. και ότι τα ελληνόπουλα από τη Σύλλη έκαναν καθημερινά τον δρόμο Σύλλη-Ικόνιο-Σύλλη για το σχολείο, νομίζω το Γυμνάσιο. Φτάσαμε γρήγορα στη Σύλλη και η πρώτη εντύπωση από την πόλη ήταν ότι φτάσαμε σε ένα εργοτάξιο. Το πούλμαν δεν μπορούσε να μπει μέσα στη Σύλλη γιατί παντού υπήρχαν μηχανήματα, άλλα έσκαβαν και άλλα έφτιαχναν δρόμους. Όμως το πούλμαν είχε σταματήσει ακριβώς μπροστά στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. 'Ενας άνδρας, Τούρκος φυσικά, αφού χαιρέτισε θερμά τη Μαρία, μας καλοσώρισε και μας οδήγησε στο ναό. Κάτι σαν φύλακας μου φάνηκε. Πολύ πρόθυμος να μας δείξει την αναπαλαίωση της εκκλησίας, να μας υποδείξει τα έργα που έγιναν στον χώρο, να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μας. Σαν να επιζητούσε τον έπαινό μας για αυτά που μας έδειχνε. Εντύπωση μας έκανε φυσικά η αναπαλαίωση του ναού, ο άμβωνας και ο ξύλινος Επιτάφιος στη μέση του του ναού. Όλα ήταν τόσο καθωσπρέπει και γλυκερά ξαναφτιαγμένα, που δεν ξέρω κατά πόσο η τωρινή αυτή επέμβαση ανταποκρίνεται στα αυθεντικά χρώματα, στο ύφος και στην τότε εικόνα του ναού. Ακριβώς την ίδια εντύπωση είχα και στην Παναγία την Σουμελά. Πολύ ανατολίτικό συρόπιασμα στα χρώματα, στα στρογγυλεμένα πρόσωπα, στα βλέμματα της Παναγίας και στις εικόνες. Δεν υπήρχε πουθενά η κάθετη βυζαντινή λιτότητα και αυστηρότητα, η ανθρώπινη εσωτερικότητα των χρωμάτων και των εικόνων. Περισσότερο με έκθεση ζωγραφικής έμοιαζε, παρά με ορθόδοξο ναό. Ναι, από την αναπαλαίωση έλλειπε η ορθοδοξία, η κατάνυξη, η εσωστρέφεια, η επιβλητικότητα. Μάλλον όλα αυτά είχαν αφαιρεθεί, και η  εκκλησία πια ήταν ανώδυνη και ακίνδυνη, ένα τουριστικό προιόν προς κατανάλωση, ένα μουσείο.

Μετά την επίσκεψή στο ναό ο Τούρκος κύριος μας οδήγησε στα σκαλοπάτια που κατέβαιναν σε έναν κρυφό ναό κάτω από τη γη, όπου έβγαινε αν θυμάμαι σωστά και αγίασμα, ακριβώς απέναντι από την είσοδο της εκκλησίας. Κάποιοι κατέβηκαν, εγώ όχι. Προτίμησα να ανάψω ένα κερί που κουβαλούσα μαζί μου από την Ελλάδα, εκεί σε κάτι πέτρες που είδα δίπλα από τα σκαλοπάτια για τον υπόγειο ναό, για τον Μιχάλη, λόγω ονόματος. Το φωτογράφησα το αναμμένο κερί, έτσι για να μείνει για πάντα εκεί αναμμένο, στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, στην Σύλλη. Την Σύλλη την είδαμε μόνο από μακριά. Λόγω έργων ήταν δύσκολο πολύ να πάμε πιο κοντά. 'Ισως την άλλη φορά.


Αλίκη-Παρύσατις Λεοντίδου [16-10-17]



[A candle lit by Satis Leontidou on the rocks right next to the church of Archangelos Michael (Hagia Eleni Museum) in Sille, Konya on Easter Sunday 2013]

Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου 2017

Πατριαρχική Θεία Λειτουργία -- Σύλλη 1-10-17

[Τελικά η άδεια για Θεία Λειτουργία δεν δόθηκε, αλλά η εκδρομή πραγματοποιήθηκε!]

Δυο χρόνια πριν δεν τα καταφέραμε, τώρα όμως θα γίνει η εκδρομή, και μάλιστα με αφορμή την Θεία Λειτουργία του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στον ανακαινισμένο ναό-μουσείο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (αρκεί να δοθεί και η σχετική άδεια των τοπικών αρχών): στην παρακάτω φωτογραφία Συλλαίοι εξ Ελλάδος (Άλκης και Τάκης Σαλκιτζόγλου, Μανόλης Σαρρηκωστής) υποδέχονται, μαζί με Τούρκους αρχαιολόγους-αναστηλωτές (Yasmine Nar, Ilker Mete Mimiroglu), τον Οικουμενικό Πατριάρχη στον ανακαινιζόμενο ακόμη ναό (28 Μαΐου 2012).


Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Περί "Σύλλης" Τάκη Σαλκιτζόγλου (14η ΔΕΒΘ, 12-5-17)



Θα ήτο άραγε δυνατή η μεταφορά της εν τη εκκλησία μας μαρμαρίνης πλακός του τάφου του Πορφυρογεννήτου Ιωάννου του Κομνηνού, τελευτήσαντος ότε ην όμηρος παρά τω Σελτζούκω Σουλτάνω του Ικονίου και ταφέντος εις την εσχάτως καταστραφείσαν μονήν του Αγίου Χαρίτωνος;



Με προφανή αγωνία και φροντίδα ο τελευταίος προεστός της Σύλλης Ιωάννης Χριστοφορίδης απευθύνει το παραπάνω ερώτημα προς την καταφθάνουσα νέα πατρίδα στις 17 Μαΐου του 1924. Πρόκειται για μία επιτύμβια πλάκα που οι Συλλαίοι ήδη ανέφεραν στον πρώτο γνωστό ξένο επισκέπτη της Σύλλης, τον Δανό χαρτογράφο Carsten Niebuhr το 1766: ήταν γι αυτούς η απώτατη απόδειξη Βυζαντινής καταγωγής και μεγαλοπρέπειας!

Η επιτύμβια πλάκα δεν κατέστη τελικά δυνατόν να μεταφερθεί στην Ελλάδα, αλλά παραμένει στο Ικόνιο, στην αυλή του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στην παλιά πόλη, όπου ευτυχήσαμε να την δούμε τον Αύγουστο του 2010 (πρώτη εκδρομή της Ένωσης Συλλαίων στην Σύλλη). Και ο νεκρός δεν ήταν ο Ιωάννης Κομνηνός αλλά ο γιος του Μιχαήλ, στοργικά αποθανατισμένος στην κατά τα άλλα Ελληνικότατη επιτύμβια πλάκα ως "αμηρασλάνης", "λέων εμίρης" δηλαδή (αν και απλώς ο γιος ενός Τραπεζούντιου αριστοκράτη, πιθανώς μοναχού και πρώην ομήρου των Τούρκων): είμαστε στα 1297, η Σύλλη είναι Σελτζουκική, και η Τουρκική επιρροή ήδη αναπόφευκτη. Και η επιτύμβια πλάκα δυσανάγνωστη και δυσερμήνευτη, τόσο που κατανοήθηκε πλήρως μόνο το 1937, ύστερα από διαχρονικές συμβολές Ελλήνων και ξένων μελετητών (όπως εξιστορεί ο Τάκης Σαλκιτζόγλου τόσο στο παρόν βιβλίο του όσο και σε εκτενές και σημαντικότατο άρθρο του με θέμα την μονή του Αγίου Χαρίτωνος).




Δυσερμήνευτη παραμένει πάντως και η παρουσία αυτής της Ελληνικής κωμόπολης -- τόσο Ελληνικής πριν λίγους αιώνες που οι Τούρκοι την αποκαλούσαν "χωριό των απίστων" -- και της μοναδικής Ελληνικής της διαλέκτου στην καρδιά της Μικράς Ασίας. Το 1815 ο περιοδεύων Πατριάρχης Κύριλλος ΣΤ' άκουσε από τους Συλλαίους ιστορίες για καταγωγή από Λάκωνες. Όμως ήδη έναν περίπου αιώνα αργότερα τα πράγματα είχαν μάλλον ξεκαθαρίσει: οι Συλλαίοι ήταν απλώς απόγονοι Τσακώνων, δηλαδή Βυζαντινών ακριτών (όχι υποχρεωτικά Τσακωνικής/Λακωνικής καταγωγής), που αρχικά υποχώρησαν από την Συρία στην περιοχή του Σύλλαιου της Παμφυλίας και στην συνέχεια μεταφέρθηκαν από κάποιον Σελτζούκο Σουλτάνο στην περιοχή του Ικονίου^ υπήρχε μάλιστα γειτονιά στην Σύλλη ονομαζόμενη "Τσακωνιά", κάτι που ο συγγραφέας φρόντισε να επιβεβαιώσει αυτοπροσώπως κατά το πρώτο του ταξίδι εκεί το 2000 (υποσημείωση 77, σελίδα 56).

Αυτή η παρανόηση είχε και μία θετικότατη παράπλευρη ωφέλεια: ώθησε τον Τσακωνικής καταγωγής γλωσσολόγο Θανάση Κωστάκη να μελετήσει την διάλεκτο της Σύλλης -- για να δει αν όντως υπάρχει σχέση ανάμεσα στα Σιλιώτικα και στα Τσακώνικα, κάτι που τελικά δεν είδε -- και να μας χαρίσει έτσι ένα ολόκληρο βιβλίο επί του θέματος, μία πραγματική κιβωτό της διαλέκτου. Στο βιβλίο αυτό του 1968 υπάρχει για παράδειγμα -- και μεταφέρεται στην δεύτερη έκδοση της "Σύλλης" από τον κ. Σαλκιτζόγλου, μαζί με την νεοελληνική απόδοση του -- μία Σιλιώτικη παραλλαγή του γνωστού άσματος του γεφυριού της Άρτας, το "τραγούδι της καμάρας", που καταλήγει στην κατάρα της παπαδιάς ως εξής:

Μπαμπά, μπαμπά, μερ' ω μπαμπά, μάνα μας είπεν ότσι,
ως περπατάς, να κοντζυλάς, ως πίνεις νιαρό, να 'νι όιμα και όλκους 

Περιλαμβάνεται επίσης στην δεύτερη έκδοση της "Σύλλης" ανέκδοτη ως τώρα μαρτυρία (επιστολή Γεωργίου Ειρήνης Καρίπογλου, 28 Μαρτίου 1954, γραμμένη στα Σιλιώτικα), από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, για το πως αποθανατίστηκε το τραγούδι: το τραγούδησε με τον τζουρά του, στα Σιλιώτικα, ο "μπερμπάντης ο Σάββας" (αγγειοπλάστης Σάββας Βασιλειάδης) στον επιστολογράφο και στον "δάσκαλο Γιώργη, άντρα της Ουρανίας του Μπούκα", δηλαδή στον Γεώργιο Μαυροχαλυβίδη (που το πέρασαν στο γραμμόφωνο).

Μπερμπάτση Σάββας μι τ' τζουράν του τραγούρησι καμάρας τραγούρι κ' πήραμ' τα σ' γραμμοφώνι, να τα ξέριτι.

Ο Γεώργιος Μαυροχαλυβίδης, αν και όχι Συλλαίος, είναι ένας από τους κορυφαίους μελετητές της Σύλλης (και όχι μόνο). Πέρα από το εκτενές χειρόγραφο του για την Σύλλη (1953) και την μετάφραση της αυτοβιογραφίας του Συλλαίου τραπεζίτη Σεραφείμ Μπατζόγλου (1967), έχει μεταφράσει (1955) τα 18 Οθωμανικά φιρμάνια που επιβεβαίωναν τα διαχρονικά προνόμια της Σύλλης και που έφεραν οι Συλλαίοι στην Ελλάδα το 1924. Ας σημειωθεί ότι τα φιρμάνια αυτά ήταν άγνωστα στους Τούρκους μελετητές της Σύλλης έως την συμπερίληψη του άρθρου του κ. Σαλκιτζόγλου στην συλλογική έκδοση της Δημαρχίας Σελτσουκίας SILLE HAGIA ELENI MUSEUM, τον "Τόμο Αγίας Ελένης" όπως 'στοργικά' τον αποκαλώ (2013). Ένα από τα φιρμάνια, αυτό με ημερομηνία 13 Αυγούστου 1759, παρατίθεται αυτούσιο και μεταφρασμένο στο βιβλίο του κ. Σαλκιτζόγλου, και γράφει ανάμεσα στα άλλα:

Εν τούτοις επειδή το φιρμάνι που απαγορεύει στο εξής την επέμβαση των μπεηλέρ-μπέηδων και του ντεφερντάρη του Καραμάν, που εισέπρατταν εισφορά για την παραγωγή κρασιού, επιπλέον κεφαλικό φόρο, εισφορά επί της δεκάτης κ.λ.π., δεν έχει ανανεωθεί παλαιότερα, ο βαλής του βιλαετιού τους έχει πάρει όλα τα άσπρα τους για την επισκευή του σεραγιού, για προμήθεια πέτρας και για προμήθεια νίτρου. Τους έχει αδικήσει πολύ.

Το πρώτο φιρμάνι που έφεραν οι πρόσφυγες Συλλαίοι ανάγεται στο 1690: πριν από την χρονιά αυτή δεν έχουμε πολλές μαρτυρίες για την ζωή στην Σύλλη, και στηριζόμαστε κυρίως σε Οθωμανικές απογραφές και στον προαναφερθέντα τόμο της Δημαρχίας Σελτσουκίας. Ύστερα έχουμε μαρτυρίες ταξιδιωτών, αρχίζοντας από τον περιοδεύοντα και συλλέγοντα Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρύσανθο Νοταρά, που -- όπως αναφέρει στο "Οδοιπορικό" του -- έλαβε 100 γρόσσια από τους Συλλαίους τον Οκτώβριο του 1722 για τις ανάγκες του Πατριαρχείου. Όπως πολλές άλλες μεταγενέστερες πληροφορίες, την πολύτιμη αυτή πληροφορία έλαβε ο κ. Σαλκιτζόγλου έμμεσα και όχι άμεσα, καθώς σχεδόν κανείς δεν είχε ως κύριο θέμα την Σύλλη. Ανάμεσα στις πληροφορίες αυτές ξεχωρίζω την εκδίωξη εκ του Ικονίου από τους Τούρκους του Έλληνα διδάσκαλου Γρηγόριου Ιωαννίδη το 1821 (Κώστα Λάππα, "Ο Καλαβρυτινός δάσκαλος Γρηγόριος Ιωαννίδης και η βιβλιοθήκη του") και την μοναδική ως τώρα μαρτυρία για εξορία Συλλαίων κατά την περίοδο 1914-1918 (Β. Η. Βογιατζόγλου, "Η Σπάρτη της Πισιδίας").


Δύο άμεσες πηγές του συγγραφέα, πέρα από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν, είναι το μυθιστόρημα του Νικολάου Βακαλόπουλου "Ο Συλλαίος", που προπώλησε 52 αντίτυπα στην Σύλλη όταν εκδόθηκε στην Σμύρνη το 1909, και η μελέτη της συμπολίτισσας Νέλλης Μελίδου-Κεφαλά "Πρόσφυγες από τη Σίλλη Ικονίου -- Η προσαρμογή ενός πληθυσμού εμπόρων στην Ελλάδα" (1987/2015), που παρουσιάστηκε στην 13η ΔΕΒΘ (2016). Από τα  βιβλία αυτά ο συγγραφέας αντλεί πολύτιμες πληροφορίες για την κοινωνία της Σύλλης στις αρχές του 20ου αιώνα.

Από το πρώτο βιβλίο -- σπανιότατο, ο συγγραφέας βρήκε αντίτυπο στο Μοναστηράκι! -- παραθέτω (σελ. 17-18) ένα απόσπασμα σχετικά με τον χαρακτήρα των Συλλαίων (σελ. 171-72):

Ο Συλλαίος είναι λίαν ευαίσθητος και οξυδερκής, λίαν περιποιητικός και φιλόδοξος ... πλην είναι φίλερις εις το έπακρον και το φίλερι αυτού αποβλέπει προς το κοινόν της πατρίδος συμφέρον. Ούτος είναι σφόδρα πείσμων, ουχί δε μοχθηρός και μνησίκακος. Είναι λίαν ζηλωτής του καλού και φροντίζει να υπερβεί τον άλλον χωρίς να τον βλάψη. Έμφυτα ταύτα εισίν τω Συλλαίω: υπερήφανος και λίαν φιλότιμος, διο και ο πτωχότερος κρύβει εις το κιβώτιον του μίαν μηλωτήν ίνα φορέση αυτήν κατά τας ημέρας του Πάσχα... Εν περιπτώσει διαφωνίας οι Συλλαίοι δεν κακοποιούσι αλλήλους, αλλ' είναι ικανοί να διαιρεθώσι εις είκοσι φατρίας και να συστήσωσι άλλα τόσα σχολεία και διατηρήσωσι άλλους τόσους διδασκάλους εκ του ιδίου αυτών βαλαντίου. Είναι ικανοί θυμωθέντες να ανεγείρωσιν εκκλησίας εις όλας τας συνοικίας αυτών, ίνα εκκλησιάζωνται χωριστά, τουθ΄ όπερ και εγένετο, οπότε το χρήμα ην άφθονον προ τινων χρόνων... 

Από το δεύτερο βιβλίο παραθέτω (σελ. 33) την μαρτυρία της Αθηνάς Johnson-Στάγκογλου (σελ. 104):

Ο πατέρας μου έφυγε, όταν άρχισαν να μεγαλώνουν τα παιδιά. Είπε "μεγαλώνουν τα παιδιά, να τα πάω σε μεγάλη πόλη" και κατέβασε τη δουλειά του από τη Σίλλη στο Ικόνιο. Ήταν κουρέας, έβγαζε δόντια, διόρθωνε ρολόγια, τρόχιζε τα μαχαίρια και ψαλίδια των κουρέων και σιδέρωνε και φέσια. Είχε πέντε καλούπια. Είχε μαγαζί ο πατέρας μου στο κέντρο, απέναντι απ' το δικαστήριο. Κι' έβγαζε και δόντια. Πρωί-βράδυ έρχονταν πελάτες. Ζούσαμε πάρα πολύ καλά.


Ο πατέρας της Αθηνάς είναι πιθανότατα ο κουρέας (και 'οδοντίατρος' Ελλήνων και Τούρκων) Hambo (Χαράλαμπος) που αναφέρει ο Hasan Basri Sayi στο άρθρο του "Σχέσεις ανάμεσα σε μουσουλμάνους και σε μη μουσουλμάνους στην Σύλλη: 1900-1923" (Τόμος Αγίας Ελένης, σελ. 108-121). Οι σχέσεις αυτές, ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους της Σύλλης, ήταν γενικά πολύ καλές ως το 1914, και σε μεγάλο βαθμό και ως το 1924, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες επιτόπιες εκτελέσεις και τους πολλούς θανάτους που έφερε η υποχρεωτική εκτόπιση των ανδρών. Ο συγγραφέας, όπως άλλωστε και η Νέλλη και εγώ, έχασε τον παππού του στην εξορία προς το Ντιάρμπεκιρ, ενώ ακόμη και ο έφηβος τότε πατέρας του -- στην μνήμη του οποίου αφιερώνεται το βιβλίο -- απέφυγε την εξορία χάρις σε ένα σωτήριο τέχνασμα που ο συγγραφέας αναφέρει αλλού. (Σε προσωπική μας συνομιλία -- από τις πολλές που ευτύχησα να έχω μαζί του -- ο συγγραφέας μου είπε ότι ο παππούς του ήταν πιθανότατα ένας από τους 420 που αναχώρησαν από το Ικόνιο τα Χριστούγεννα του 1921, ενώ παραθέτει μαρτυρία, από τον τόμο Έξοδος Β' του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, του Γεωργίου Κοπάση, ενός από τους 60-70 που επέζησαν ως το Ντιάρμπεκιρ.)

Μεγάλη η απόσταση από το Ικόνιο ως το Ντιάρμπεκιρ, αρκετά μεγάλη όμως και η απόσταση από την Ελλάδα ως το Ικόνιο (και ας έγραψε λυπημένα ένας Κούρδος στο youtube "Konya was one Greek city", και ας πήρε ο μεγάλος νεκρός του Ικονίου το όνομα "Ρουμί" (1207-1273) ακριβώς επειδή ζούσε "στων Ελλήνων την χώρα"): ο συγγραφέας ευτύχησε να κάνει το μακρύ ταξίδι τρεις φορές, και μάλιστα την τρίτη φορά (Μάρτιος 2012) να υποδεχθεί ως δια μαγείας τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην είσοδο της εκκλησίας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, αλλά αυτό που έγραψε στην πρώτη έκδοση της "Σύλλης" (2005), και ύστερα από το πρώτο του ταξίδι εκεί (2000), παραμένει αναλλοίωτο και στην δεύτερη έκδοση (2016), και παρά την ραγδαία ανάπτυξη της περιοχής (ιδίως επί Αχμέτ Νταβούτογλου του κοντοχωριανού μας):

Η μισοπραγματική - μισοφανταστική εικόνα της σημερινής Σύλλης, πράγμα περίεργο, διατηρεί ακέραια τη σχέση της με την πάλαι ποτέ ακμαία Σύλλη των Ελλήνων. Κυρίως γιατί επιβάλλεται στον επισκέπτη με τον περίλαμπρο βυζαντινό ναό της και επειδή εξακολουθεί πάντα να στεφανώνεται από τις γύρω αρχαίες σπηλιές της, τεράστιες κερήθρες ενός μελισσιού, απ' όπου οι μέλισσες έχουν προ πολλού πετάξει.